-
1 στειβω
(преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)1) топтать, попирать(νέκυας Hom.)
κέλευθον ποδὴ σ. Eur. — идти по дороге2) втаптывать(εἵματα ἐν βόθροισι Hom.)
3) утаптывать(ποσί τι Anth.)
οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. — большие дороги4) ходить, бродить(κατὰ πέτρης κάρηνα HH.)
; мчаться, нестись(κύνες στείβουσι Eur.)
-
2 στείβω
см. στύβω -
3 στειπτος
-
4 στιβω
-
5 στιπτος
-
6 αναστειβω
-
7 διαστειβω
-
8 επιστειβω
-
9 καταστειβω
1) топтать, растаптывать2) ступать
См. также в других словарях:
στείβω — tread pres subj act 1st sg στείβω tread pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
στεῖβον — στείβω tread pres part act masc voc sg στείβω tread pres part act neut nom/voc/acc sg στείβω tread imperf ind act 3rd pl (epic ionic) στείβω tread imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβετε — στείβω tread pres imperat act 2nd pl στείβω tread pres ind act 2nd pl στείβω tread imperf ind act 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στειβόμενον — στείβω tread pres part mp masc acc sg στείβω tread pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῖβε — στείβω tread pres imperat act 2nd sg στείβω tread imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβει — στείβω tread pres ind mp 2nd sg στείβω tread pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβεσκον — στείβω tread imperf ind act 3rd pl (epic ionic) στείβω tread imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβοντα — στείβω tread pres part act neut nom/voc/acc pl στείβω tread pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβουσι — στείβω tread pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στείβω tread pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβουσιν — στείβω tread pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στείβω tread pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)