Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λιθόστρωτος

См. также в других словарях:

  • λιθόστρωτος — paved with stones masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωτος — η, ο στρωμένος με πέτρες: Μας εντυπωσίασαν οι λιθόστρωτες αυλές του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθόστρωτον — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem acc sg λιθόστρωτος paved with stones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοστρώτοιο — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοστρώτοις — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοστρώτου — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοστρώτους — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοστρώτῳ — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόστρωτα — λιθόστρωτος paved with stones neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθόστρωτοι — λιθόστρωτος paved with stones masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»