-
1 βραδυπορος
-
2 βραδύπορος
η, ο[ν], βραδυπόρος, ος, ον1) идущий медленно; 2) не поспевающий, отстающий (при ходьбе); 3) медлительный, неповоротливый
См. также в других словарях:
βραδυπόρος — βραδυπόρος, ον (AM) μσν. αυτός που βαδίζει αργά αρχ. 1. αργός, νωθρός 2. φρ. «βραδυπόρον πέλαγος» πέλαγος το οποίο διασχίζει αργά το πλοίο 3. (για τροφή) δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πορος < πόρος «πέρασμα»] … Dictionary of Greek
βραδυπόρος — slow passing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπορώτερον — βραδυπόρος slow passing masc acc comp sg βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc comp sg βραδυπόρος slow passing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπόρον — βραδυπόρος slow passing masc/fem acc sg βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπορώτερα — βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπορώτεροι — βραδυπόρος slow passing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπορώτερος — βραδυπόρος slow passing masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπόρα — βραδυπόρος slow passing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπόροι — βραδυπόρος slow passing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπόροις — βραδυπόρος slow passing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυπόρου — βραδυπόρος slow passing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)