-
1 εύχαρις
-
2 εὔχαρις
-
3 ευχαρις
-ι, gen. ιτος τό1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный(ἀστεῖος καὴ εὔ. Xen.; ὅ λόγος Plut.)
2) прелестный, очаровательный(ὀρνίθιον, τόπος Arst.)
3) благосклонный, милостивый(Ἀφροδίτη Eur.)
ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. — щедрый -
4 εύχαρις
(-ιτος), ις, ι1) прелестный, очаровательный, грациозный; 2) перен. радостный, весёлый -
5 εὔχαρις,-ις,-ι
A 0-0-0-0-1=1 Wis 14,20charming, gracious; τὸ εὔχαρι grace -
6 εὔχαρις
A charming, gracious, esp. in society, Democr. 104, Pl.R. 486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐ. ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔ. urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl. 894 (lyr.), Med. 631 (lyr.); of animals, Arist.HA 592b24: [comp] Comp. -τώτερος Plot.3.6.6
: [comp] Sup. -τώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔχαρις
-
7 εὔχαρις
εὔ-χαρις, εὔχαρι, ιτος, u. εὐ-χαρής, ές, anmutig, angenehm; ἐν τῷ διδόναι, freigebig; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit; beliebt; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig -
8 ευχαριτος
-
9 ευχάριτα
εὔχαριςcharming: neut nom /voc /acc plεὔχαριςcharming: masc /fem acc sgεὐχάριτοςneut nom /voc /acc pl -
10 εὐχάριτα
εὔχαριςcharming: neut nom /voc /acc plεὔχαριςcharming: masc /fem acc sgεὐχάριτοςneut nom /voc /acc pl -
11 εύχαρι
-
12 εὔχαρι
-
13 εὐχαρής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχαρής
-
14 eucharis
eucharis (εὔχαρις), holdselig, lingua, Vulg. Sirach 6, 5.
-
15 πρό-χειρος
πρό-χειρος, vor oder bei der Hand, fertig, bereit; καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσϑαι πάρα, Aesch. Prom. 54; οὐ πρόχειρος εἶ κτανεῖν, Soph. El. 1486; πρόχειρον εἴ τί σοι πάρα ξίφος χεροῖν, Phil. 737; übh. was gegenwärtig ist, ἤδη σαφὲς πρόχειρον ἄχϑος δέρκομαι, El. 1105; τῇ φυγῇ πρόχειρος ἦν, bereit zur Flucht, Eur. Herc. F. 161; πρόχειρον φάσγανον, ἔγχος, Hel. 1580 El. 696; u. in Prosa: ἔβαλλον λίϑοις καὶ ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εὶχε, wie ein Jeder es zur Hand hatte, Thuc. 4, 34; εὐϑὺς ἀντιλαβέσϑαι παντὶ πρόχειρον, Plat. Soph. 251 b; εἰ οὖν σοι πρόχειρον, εἰπέ, Min. 313 b; auch αἱ πρόχειροι ἡδοναί, Phil. 45 a (vgl. Pol. 32, 14, 3); οὓς προχείρους εἶχον μύϑους, Phaed. 61 b; auch adv., προχείρως ἀποκρίνασϑαι, Conv. 204 d, πρόχειρον ἔχειν τι, Xen. Cyr. 8, 5, 9; λόγος, Dem. Lpt. 117; ὃ μέγιστον ἔχω καὶ προχειρότατον πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν, 24, 1, vgl. 76; τοῠτ' ἂν εὕροιτε προχειρότατον, 163; Sp. : εὐφυὴς καὶ πρόχειρος πρός τι, Pol. 5, 86, 7, wie προχειρότατοι πρὸς τὸ κακουργεῖν Luc. Alex. 18; auch ἐν ταῖς ὁμιλίαις εὔχαρις ἦν καὶ πρόχειρος, Pol. 24, 5, 7; u. im eigtl. Sinne, πρόχειρον ἔχειν τὸ δελτάριον, 29, 11, 2; κατὰ μὲν τὸ πρόχειρον setzt S. Emp. pyrrh. 1, 234 dem κατὰ τὴν ἀλήϑειαν gegenüber. – Adv. προχείρως = leichtsinnig; ἐξαμαρτάνειν, Aesch. 1, 22; οὕτω προχείρως ἑαυτὸν δοῠναι, Pol. 5, 7, 2; πιστεύειν, 5, 72, 7; so auch im compar., προχειρότερον τοῠ δέοντος δέχεσϑαι τὴν ἐλπίδα, 1, 91, 5, leichter als recht war. Vgl. noch Arist. Meteor. 2, 9, τοῠτο παντάπασιν ἔοικεν εἰρῆσϑαι προχείρως.
-
16 εὐ-χάριτος
εὐ-χάριτος, dasselbe, ὀρνίϑιον Arist. H. A. 8, 3, wo Bekker εὔχαρι aufgenommen hat; den superlat. εὐχαριτώτατος s. unter εὔχαρις.
-
17 αστειος
31) досл. городской, столичный, перен. культурный, воспитанный, вежливый(ἀ. καὴ εὔχαρις Xen.; ἥμερον καὴ ἀστεῖον ἦθος Plut.)
2) ласковый, приветливый(ἄνθρωπος Plat.)
3) изящный, утонченный, изысканный(ἀ. καὴ γλαφυρὸς βίος Plut.)
4) прелестный, приятный(ἑορτή Plat.; ἀ. καὴ σύμμετρος, καλὸς δ΄ οὔ Arst.)
νέ τὸν Δί΄ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε! Arph. — ах, какие славные зверушки!5) (остро)умный, тонкий, меткий(λόγοι Plat.; τὰ ἀστεῖα εἰπεῖν Dem. и λέγειν Arst.; πρόνοια Plut.)
-
18 ευχαρίτων
-
19 εὐχαρίτων
-
20 ευχάριτες
См. также в других словарях:
εὔχαρις — charming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχαρις — ι (ΑΜ εὔχαρις, ι) αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις νεοελλ. βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών αρχ. 1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης) ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος 2. (για τόπους) ευάρεστος 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
εὐχάριτα — εὔχαρις charming neut nom/voc/acc pl εὔχαρις charming masc/fem acc sg εὐχάριτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχαρι — εὔχαρις charming masc/fem voc sg εὔχαρις charming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίτων — εὔχαρις charming gen pl εὐχάριτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριτες — εὔχαρις charming masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριτος — εὔχαρις charming gen sg εὐχάριτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχαριν — εὔχαρις charming masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Rea Galanaki — ( el. Ρέα Γαλανάκη) was born in Heraklion of Crete on 1947. She studied history and archaeology in the University of Athens. She has been honored with the Novel Prize of the Greek state in 1999.Books* Πλην εύχαρις (1975) * Τα ορυκτά (1979) * Το… … Wikipedia
Eucharius, S. (1) — 1S. Eucharius, Ep. (27. Febr.) Vom Griech. εἰ = wohl etc., und χάρις = Anmuth etc.; εὔχαρις = angenehm; dankbar etc. – Dieser hl. Eucharius war der 19. Bischof von Mastricht34, der heutigen Hauptstadt der niederländischen Provinz Limburg, und… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
(181) Эвхарида — Открытие Первооткрыватель Пабло Коттенот Место обнаружения Марсель Дата обнаружения 2 февраля 1878 Альтернативные обозначения A906 GA Категория Главное кольцо … Википедия