Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐχάριτος

См. также в других словарях:

  • ευχάριτος — εὐχάριτος, ον (Α) δ. γρφ. αντί ευχάριστος* …   Dictionary of Greek

  • εὐχάριτος — εὔχαρις charming gen sg εὐχάριτος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριτώτερον — εὐχάριτος masc acc comp sg εὐχάριτος neut nom/voc/acc comp sg εὐχάριτος adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριτον — εὐχάριτος masc/fem acc sg εὐχάριτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριτώτατος — εὐχάριτος masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριτώτερα — εὐχάριτος neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριτώτεροι — εὐχάριτος masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίτου — εὐχάριτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίτους — εὐχάριτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίτῳ — εὐχάριτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριτοι — εὐχάριτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»