-
1 ευχάριτος
-
2 εὐχάριτος
-
3 ευχαριτος
-
4 εὐχάριτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχάριτος
-
5 εὐχάριτος
εὐ-χάριστος, u. εὐ-χάριτος, (1) anmutig, angenehm; τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden. (2) dankbar. (3) wohltätig -
6 ευχαριτώτερον
-
7 εὐχαριτώτερον
-
8 ευχάριτον
-
9 εὐχάριτον
-
10 ευχαριτώτατος
-
11 εὐχαριτώτατος
-
12 ευχαριτώτερα
-
13 εὐχαριτώτερα
-
14 ευχαριτώτεροι
-
15 εὐχαριτώτεροι
-
16 ευχαρίτου
-
17 εὐχαρίτου
-
18 ευχαρίτους
-
19 εὐχαρίτους
-
20 ευχαρίτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευχάριτος — εὐχάριτος, ον (Α) δ. γρφ. αντί ευχάριστος* … Dictionary of Greek
εὐχάριτος — εὔχαρις charming gen sg εὐχάριτος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριτώτερον — εὐχάριτος masc acc comp sg εὐχάριτος neut nom/voc/acc comp sg εὐχάριτος adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριτον — εὐχάριτος masc/fem acc sg εὐχάριτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριτώτατος — εὐχάριτος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριτώτερα — εὐχάριτος neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριτώτεροι — εὐχάριτος masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίτου — εὐχάριτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίτους — εὐχάριτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίτῳ — εὐχάριτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριτοι — εὐχάριτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)