-
1 ευποτμος
См. также в других словарях:
εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] … Dictionary of Greek
εὔποτμος — happy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμως — εὔποτμος happy adverbial εὔποτμος happy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποτμον — εὔποτμος happy masc/fem acc sg εὔποτμος happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμοτέρους — εὔποτμος happy masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότατος — εὔποτμος happy masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότερα — εὔποτμος happy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότεροι — εὔποτμος happy masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότερος — εὔποτμος happy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμου — εὔποτμος happy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμους — εὔποτμος happy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)