Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὔποτμος

См. также в других словарях:

  • εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] …   Dictionary of Greek

  • εὔποτμος — happy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπότμως — εὔποτμος happy adverbial εὔποτμος happy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔποτμον — εὔποτμος happy masc/fem acc sg εὔποτμος happy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποτμοτέρους — εὔποτμος happy masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποτμότατος — εὔποτμος happy masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποτμότερα — εὔποτμος happy neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποτμότεροι — εὔποτμος happy masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐποτμότερος — εὔποτμος happy masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπότμου — εὔποτμος happy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπότμους — εὔποτμος happy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»