-
1 εύποτμος
-
2 εὔποτμος
-
3 ευποτμος
-
4 εὔποτμος
εὔποτμ-ος, ον,A happy, prosperous, (lyr.);δύνασις -οτάτα μελέων S. Fr. 568
, cf. Plu.2.58d ([comp] Comp.); of trees, flourishing, Sever. ap. Orib. 9.17.2 ([comp] Comp.). Adv. - μως Epist.Anaximen. ap. D.L.2.4, Muson. Fr.17p.93H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔποτμος
-
5 εὔποτμος
εὔ-ποτμος, mit glücklichem Lose, glücklich -
6 ευποτμοτάτα
εὐποτμοτάτᾱ, εὔποτμοςhappy: fem nom /voc /acc superl dualεὐποτμοτάτᾱ, εὔποτμοςhappy: fem nom /voc superl sg (doric aeolic) -
7 εὐποτμοτάτα
εὐποτμοτάτᾱ, εὔποτμοςhappy: fem nom /voc /acc superl dualεὐποτμοτάτᾱ, εὔποτμοςhappy: fem nom /voc superl sg (doric aeolic) -
8 ευπότμως
-
9 εὐπότμως
-
10 εύποτμον
-
11 εὔποτμον
-
12 τριτό-σπονδος
τριτό-σπονδος, = τρίσπονδος, αἰών, neben εὔποτμος, Aesch. Ag. 237.
-
13 ευποτμοτέραν
-
14 εὐποτμοτέραν
-
15 ευποτμοτέρους
-
16 εὐποτμοτέρους
-
17 ευποτμότατος
-
18 εὐποτμότατος
-
19 ευποτμότερα
-
20 εὐποτμότερα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] … Dictionary of Greek
εὔποτμος — happy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμως — εὔποτμος happy adverbial εὔποτμος happy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔποτμον — εὔποτμος happy masc/fem acc sg εὔποτμος happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμοτέρους — εὔποτμος happy masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότατος — εὔποτμος happy masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότερα — εὔποτμος happy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότεροι — εὔποτμος happy masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποτμότερος — εὔποτμος happy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμου — εὔποτμος happy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπότμους — εὔποτμος happy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)