-
1 παρειαί
Grammatical information: f. pl.Meaning: `cheeks' (Il.).Other forms: sg. - ιά (trag.) rare (for - ιᾰ?; cf. ἀγυιαί. - ιᾰ), Aeol. παραῦαι pl. (Theoc. 30, 4 [cod. - αύλαις], Hdn.).Dialectal forms: Myc. parawajo du. `bridle' ? (cf. Gallavotti Riv. fil. class. 89, 171 f.).Compounds: As 2. member e.g. in καλλι-πάρῃος (- ηος, - ειος) `having fair cheeks' (Il.), μαλο-πάραυος (Aeol.) = λευκο-πάρειος (Theoc., H.; prop. "having apple-coloured cheeks"), εὑ-πάραος = εὑ-πάρειος (Pi.).Derivatives: Also παρήϊον, -α n. sg. a. pl. `cheek(s), bridle' (Hom.; Ceos Va?). -- Deriv.: 1. παρηΐς, - ίδος (- ῄς, -ῃ̃ δος) f. `cheek' (trag., AP; Schwyzer 465); 2. παρειάς (-ηϊάς), - άδος f. `cheek, cheek band' (hell. ep., medic.); 3. παρείας ( ὄφις) m. `kind of snake' (after the hell stains on both sides of the neck; Att.); also παρούας (Apollod. ap. Ael.; after οὖς).Origin: IE [Indo-European] [785] *h₂e\/ous- `ear'Etymology: From *παρ(α)-αυσ-ια, - ιον (also -ᾱ?), after Pott, Curtius Bechtel Lex. a.o. prop. "what is beside the ears", old hypostasis of παρά and the e-grade of οὖς (in Lith. aus-ìs a.o., see s.v. οὖς) with ια-, ιο-suffix. Not with J. Schmidt Pluralbild. 407 n. 1 rather as "what is beside the mouth", to Lat. ōs `mouth', Av. aošta `the (both) lips' etc. For Potts interpretation speaks OIr. aras m. `temples' from *par-ausi̯os; further the Gall. PlN Arausio `Orange' (Thurneysen KZ 59, 13)? -- The Gr. words are phonetically not quite clear; cf. Schwyzer 258 a. 349, Bechtel Lex. s.v., Wackernagel Unt. 60 n. 1, Adrados Emer. 18, 411. S. also WP. 1, 168, Pok. 785. Cf. Szemerényi, St. Micenei 3(1967)63ff. and the discussion in DELG. Further Forssman Unters.153, Ruijgh Etudes $ 32.Page in Frisk: 2,474Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παρειαί
-
2 καλλιπάρηος
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123;Λητώ Il.24.607
, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written [suff] καλλι-πάρειος Poll.2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπάρηος
-
3 λευκοπάρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκοπάρειος
-
4 μηλοπάρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοπάρειος
-
5 μᾱλός
μᾱλόςGrammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Taken from μαλο-πάραυος prop. `appel-cheeked' (Theoc. 26, 1), after H. = λευκο-πάρειος?; cf. μάλ-ουρος (- ρις) = λεύκ-ουρος, λευκό-κερκος H. Cf. 1. μῆλον. See DELGPage in Frisk: 2,168Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μᾱλός
См. также в других словарях:
ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] … Dictionary of Greek
ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] … Dictionary of Greek
ισχνοπάρειος — ἰσχνοπάρειος, ον (Α) αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πάρειος (< πα ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
καλλιπάρειος — α, ο (AM καλλιπάρειος, ον) αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος, χαλκο πάρειος] … Dictionary of Greek
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek
ροδοπάρειος — α, ο, Ν ροδομάγουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + παρειά «μάγουλο» (πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος)] … Dictionary of Greek
τρυφεροπάρειος — ον, Μ αυτός που έχει τρυφερά μάγουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο πάρειος] … Dictionary of Greek
ερυθροπάρειος — ο αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, ο κοκκινοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + παρειος < παρειά «μάγουλο». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek