Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὑχωλιμαῖος

См. также в других словарях:

  • ευχωλιμαίος — εὐχωλιμαῑος, ον (Α) [ευχωλή] 1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία 2. επιθυμητός, ευκταίος 3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ) …   Dictionary of Greek

  • εὐχωλιμαῖα — εὐχωλιμαῖος bound by a vow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχωλιμαῖοι — εὐχωλιμαῖος bound by a vow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχωλιμαίαις — εὐχωλιμαί̱αις , εὐχωλιμαῖος bound by a vow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»