-
1 ευχωλιμαιος
См. также в других словарях:
ευχωλιμαίος — εὐχωλιμαῑος, ον (Α) [ευχωλή] 1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία 2. επιθυμητός, ευκταίος 3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ) … Dictionary of Greek
εὐχωλιμαῖα — εὐχωλιμαῖος bound by a vow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλιμαῖοι — εὐχωλιμαῖος bound by a vow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλιμαίαις — εὐχωλιμαί̱αις , εὐχωλιμαῖος bound by a vow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)