-
1 ευκολία
εὐκολίᾱ, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem nom /voc /acc dualεὐκολίᾱ, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐκολίαι, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem nom /voc plεὐκολίᾱͅ, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευκολια
ἥ1) скромность, невзыскательность, простота(περὴ τέν δίαιταν Plut.)
2) общительность, обходительность, приветливость(εὐ. καὴ φιλοφροσύνη Plut.)
3) легкость, подвижность(εὐ. τε καὴ εὐχέρεια Plat.)
4) склонность, способность(πρὸς τέν ποίησιν Plut.)
-
3 εὐκολία
A contentedness with one's food, Plu.2.461c; ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐ. Id.Caes. 17: but, in earlier authors,2 of the mind, contentedness, good temper, Pl.Alc.1.122c, etc.; ὀλιγόδεια καὶ εὐ. Ph.2.457.3 of the body, ease and lightness in moving,εὐ. καὶ εὐχέρεια Pl.Lg. 942d
: metaph., εὐ. πρὸς τὴν ποίησιν facility in verse-making, Plu.Cic.40;εὐ. πρήξιος AP7.694
([place name] Adaeus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκολία
-
4 ευκολία
η1) лёгкость;μετ' ευκολίας — легко, непринуждённо;
2) услуга, одолжение;κάνω μιά μικρή ευκολία — оказать небольшую услугу;
3) πλ. удобства;§ ευκολίές πληρωμής — льготы по платежам
-
5 εὐκολία
Βλ. λ. ευκολία -
6 εὐκολίᾳ
Βλ. λ. ευκολία -
7 ευκολία
[ефколиа] ουσ θ легкость. -
8 εὐκολία
-
9 ευκολία
facilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευκολία
-
10 ευκολίας
εὐκολίᾱς, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem acc plεὐκολίᾱς, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 εὐκολίας
εὐκολίᾱς, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem acc plεὐκολίᾱς, εὐκολίαcontentedness with one's food: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ευκολίαν
-
13 εὐκολίαν
-
14 εὐ-χέρεια
εὐ-χέρεια, ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache, Arist. H. A. 7, 10; ἡ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχ. Plut. Pericl. 13, mit ταχυτής verbunden; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand, Luc. amor. 11; Beweglichkeit des Körpers, καὶ εὐκολία Plat. Legg. XII, 942 b, u. in derselben Vrbdg = Umgänglichkeit Alc. I, 122 c. – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, Plat. Rep. IV, 426 d; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit, III, 391 e; πρὸς ὀργήν Luc. Prom. 9; dah. neben βωμολοχία, Plut. Nic. 3; Leichtsinn, Nachlässigkeit, περὶ τοὺς ὅρκους Lyc. 8; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit, 15; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον Demetr. 11, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte giebt, Pol. 16, 18, 3; a. Sp.; Muthwille, Frevel, Aesch. Eum. 471; – die Leichtigkeit, mit der sich Etwas behandeln läßt, τῆς πράξεως Aesch. 1, 124; καὶ κουφότης Plut. Alex. 71.
-
15 ῥᾳδιο υργία
ῥᾳδιο υργία, ἡ, 1) Leichtigkeit im Thun, Handeln, Xen. Cyr. 1, 6, 34, leichte Arbeit. – 2) Bequemlichkeit, Trägheit, Weichlichkeit, Xen. Cyr. 7, 5, 74; nach den VLL. = εὐκολία; Xen. Mem. 2, 1, 20 neben αἱ ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἡδοναί; u. im Ggstz von καλοκἀγαϑία, Lac. 14, 4; Schlechtigkeit, Bosheit, Pol. 12, 10, 5; Plut. u. a. Sp.
-
16 ευχερεια
ἥ1) ловкость, проворство(εὐκολία καὴ εὐ. Plat.; ἐν τῷ ποιεῖν Plut.)
2) искусство, мастерство(τοῦ Πραξιτέλους Luc.)
3) склонность, тяготение, влечение(τῆς πονηρίας Plat.; πρὸς ὀργήν Luc.)
4) распущенность, беззаботность, легкомысленное отношение(πρὸς τοὺς ἔρωτας и περὴ τὰς γυναῖκας Plut.)
5) легкомыслие, невнимательность, пренебрежение(περὴ τοὺς ὅρκους, πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
6) подвижность, легкость(τῆς πράξεως Aeschin.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Plut.)
-
17 ευκολίην
-
18 εὐκολίην
-
19 εὐχέρεια
εὐχέρ-εια, ἡ,A tolerance of or indifference to evil,μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R. 392a
; licentiousness, A. Eu. 494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐ. Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐ. Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness,πρὸς τὸν ὅρκον εὐ. καὶ ταχύτης Id.2.271c
; hastiness, Ph.2.276;πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9
; of a historian, irresponsibility,εὐ. καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e
.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐ. Ph.1.193; of an artist, uncritical facility,ἐν τῷ ποιεῖν εὐ. καὶ ταχύτης Plu.Per.13
.II indifference to danger or hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐ. (ironical) Pl.R. 426d; εὐκολία καὶ εὐ. Id.Lg. 942d, cf. Alc.1.122c;περὶ τὰς κυνηγίας εὐ. καὶ τόλμα Plb.22.3.8
; cf. εὐχειρία.III ease, agreeableness,κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po. 994
.; comfort, (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ.. βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women.., Arist. HA 587a11 (cf.εὐχερής 11
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχέρεια
-
20 ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργ-ία, ἡ,A self-indulgence, X.Cyr.1.6.34 (prob. the interpr. εὐκολία in Phot., Suid., etc., refers to this passage).2 laziness, sloth, ib.7.5.74, Mem.2.1.20.II knavery, PEnteux.30.11 (iii B.C.), Plb.12.9.5, 13.4.4; δόλος καὶ ῥ. Act.Ap.13.10, etc.; of historians, Plb.12.25E.2; fraud, Plu.Cat.Mi.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥᾳδιουργία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐκολία — εὐκολίᾱ , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc/acc dual εὐκολίᾱ , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… … Dictionary of Greek
εὐκολίᾳ — εὐκολίαι , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc pl εὐκολίᾱͅ , εὐκολία contentedness with one s food fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκολία — η 1. η ιδιότητα του εύκολου, η ευχέρεια. 2. μτφ., εξυπηρέτηση, δανεισμός: Κάνε μου μια μικρή ευκολία. 3. στον πληθ., ευκολίες ανέσεις, μέσα για την εξυπηρέτησή μου: Το σπίτι μας δεν έχει ευκολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκολίας — εὐκολίᾱς , εὐκολία contentedness with one s food fem acc pl εὐκολίᾱς , εὐκολία contentedness with one s food fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολίαν — εὐκολίᾱν , εὐκολία contentedness with one s food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκολίην — εὐκολία contentedness with one s food fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek