-
1 κολία
κολίᾱ, κολίαςcoly-mackerel: masc nom /voc /acc dualκολίαςcoly-mackerel: masc voc sgκολίᾱ, κολίαςcoly-mackerel: masc voc sg (attic)κολίᾱ, κολίαςcoly-mackerel: masc gen sg (doric aeolic)κολίαςcoly-mackerel: masc nom sg (epic)——————κολίαι, κολίαςcoly-mackerel: masc nom /voc plκολίᾱͅ, κολίαςcoly-mackerel: masc dat sg (attic doric aeolic) -
2 κολίᾳ
Βλ. λ. κολία -
3 εὐ-κολία
εὐ-κολία, ἡ, eigtl. das durch das Essen leicht Zufriedengestelltsein, ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. Plut. Caes. 17; ubh. das Wesen u. Benehmen des εὔκολος, Gefälligkeit, Freundlichkeit, καὶ εὐχέρεια Plat. Alc. I, 122 c; εὐκολίαν καὶ φιλοφροσύνην ἐπιδείκνυσϑαι Plut. Ant. 26. – Leichtigkeit, εὐκολίαν τε καὶ εὐχέρειαν ἐπιτηδεύειν Plat. Legg. XII, 942; Sp., εὐκολίην πρήξιος εὑρεῖν Add. 7 (VII, 694); πρὸς τὴν ποίησιν Plut. Cic. 40, vgl. adv. Stoic. 3.
-
4 δυς-κολία
δυς-κολία, ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐϑάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυςκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.
-
5 κολίας
κολίᾱς, κολίαςcoly-mackerel: masc acc plκολίᾱς, κολίαςcoly-mackerel: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
6 κολίαν
κολίᾱν, κολίαςcoly-mackerel: masc acc sg (attic epic doric aeolic)κολίαςcoly-mackerel: masc acc sg -
7 ευκολια
ἥ1) скромность, невзыскательность, простота(περὴ τέν δίαιταν Plut.)
2) общительность, обходительность, приветливость(εὐ. καὴ φιλοφροσύνη Plut.)
3) легкость, подвижность(εὐ. τε καὴ εὐχέρεια Plat.)
4) склонность, способность(πρὸς τέν ποίησιν Plut.)
-
8 κολίαι
κολίαςcoly-mackerel: masc nom /voc plκολίᾱͅ, κολίαςcoly-mackerel: masc dat sg (attic doric aeolic) -
9 δυσκολία
δυσ-κολία, ἡ,II of things, difficulty,δ. ἔχειν D.5.1
, Arist.Pol. 1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib. 1263a11;δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκολία
-
10 θεοκολία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκολία
-
11 κολέα
-
12 κοληβάζω
A = ἐγκοληβάζω, Hsch. [full] κολία, v. κολέα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοληβάζω
-
13 δυςκολία
δυς-κολία, ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; καὶ αὐϑάδεια, das mürrische Wesen; δυςκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben -
14 εὐκολία
-
15 κολέα
Grammatical information: f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: After Persson Beiträge 1, 179 to κέλομαι, with further κολεῖν ἐλθεῖν H., prob. as deverbat. (Schwyzer 747 n. 1; diff. Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 374). - The form in - έα suggests a Pre-Greek form.Page in Frisk: 1,897Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολέα
См. также в других словарях:
κολία — κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc nom/voc/acc dual κολίας coly mackerel masc voc sg κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc voc sg (attic) κολίᾱ , κολίας coly mackerel masc gen sg (doric aeolic) κολίας coly mackerel masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολία — κολία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κολέα*] … Dictionary of Greek
κολίᾳ — κολίαι , κολίας coly mackerel masc nom/voc pl κολίᾱͅ , κολίας coly mackerel masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολίας — κολίᾱς , κολίας coly mackerel masc acc pl κολίᾱς , κολίας coly mackerel masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολίαν — κολίᾱν , κολίας coly mackerel masc acc sg (attic epic doric aeolic) κολίας coly mackerel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαπούτας — Οικογένεια αγωνιστών του 1821 από τη Γορτυνία. 1. Αθανάσιος. Γιος του Κόλια Π. (4) Πολέμησε πάντα κοντά στον αδελφό του Δημήτριο και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία των Πατρών. 2. Γεώργιος. Γιος του Κόλια Π. (4) Συγκέντρωσε δύναμη εναντίον… … Dictionary of Greek
κολιάζω — (Α) [κολία] (κατά τον Ησύχ.) χορεύω … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Γκρίτζαλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Έμπορος από την Κωνσταντινούπολη. Ήρθε στην Πελοπόννησο μετά τους διωγμούς των Ελλήνων (1821). Επικεφαλής σώματος Ντρέδων, πολέμησε υπό τις διαταγές του Νικηταρά στα Δερβενάκια, στο Νεόκαστρο, στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
Ηλιόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Μαντινεία και επονομαζόταν Φιλαντρής. Πολέμησε γενναιότατα στις αρκαδικές μάχες και κατά τον αποκλεισμό και την καταστροφή του Δράμαλη. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Καρύταινα της… … Dictionary of Greek