Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐ-χέρεια

См. также в других словарях:

  • χέρεια — χείρων mcaner neut acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχέρεια — ἡ, Μ παροχή βοήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χέρεια (< χείρ, χειρός), πρβλ. εὐ χέρεια] …   Dictionary of Greek

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»