-
1 άης
ἄ̱ης, ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄ̱ης, ἀάωhurt: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἄης
ἄ̱ης, ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄημιva´ti: imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic)ἄ̱ης, ἀάωhurt: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 πολυ-αής
-
4 εὐ-ᾱής
εὐ-ᾱής, ές, gut durchweht, χῶρος Hes. O. 599; – günstig wehend, ἀνέμων πνοαί Eur. Hel. 1020; πνεῦμα Her. 2, 117; übertr., übh. günstig, ὕπνε, εὐαὴς ἡμῖν ἔλϑοις Soph. Phil. 817.
-
5 βαρυ-ᾱής
-
6 δυς-ᾱής
δυς-ᾱής, ές, 1) widrig wehend, entweder entgegen oder heftig wehend; Att. Prosa δύςπνοος, Scholl. Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος: ἤγουν Λιβὸς δυσπνόου, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 30 Δυσαέος· δυσπνόου. »βορέαο δυσαέος«. Wohin dies Citat gehört, ist undeutlich. Homer hat das Wort fünfmal: Odyss. 5, 295 Ζέφυρός τε δυσαής, Iliad 23, 200 Odyss. 12, 289 Ζεφύροιο δυσαέος, Iliad. 5, 865 ἀνέμοιο δυσαέος, Odyss. 13, 99 ἀνέμων δυσαήων. Vgl. ἀκραής, ἁλιαής, ζαής, ὑπεραής u. s. Herodian. Scholl. Iliad. 11, 297. – Sp. brauchen es von κρυμός, heftige Kälte, Callim. Dian. 115; καῦμα, Qu. Sm. 13, 134; κῦμα, Phaedim. 4 (VII, 739). – 2) übel riechend; φάρμακα, Opp. C. 3, 114.
-
7 ἀκρ-ᾱής
ἀκρ-ᾱής, ές (ἄκρος, ἄημι), scharf wehend, Hom. dreimal, Od. 14, 253. 299 Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέι καλῷ, 2, 421 ἀκραῆ Ζέφυρον; – Hes. O. 594; – Cic. stellt ἀκραὲς aequinoctium dem perturbatum entgegen Att. X, 17; Ap. Rh. verb. es mit οὖρος; in Prosa nur Aristid.
-
8 ἁλι-ᾱής
ἁλι-ᾱής, auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.
-
9 ὑπερ-ᾱής
-
10 ακραης
-
11 αλιαης
-
12 δυσαης
2(эп. gen. δυσαέος) дующий навстречу, встречный, противный, неблагоприятный(ἄνεμος Hom.; κῦμα Anth.)
-
13 ευαης
-
14 υπεραης
-
15 βαρυαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρυαής
-
16 δυσαής
A ill-blowing, stormy,ἀνέμοιο δυσαέος Il.5.865
;Ζεφύροιο δ. 23.200
, al.: poet. gen. pl. δυσαήων for δυσαέων, Od.13.99. -
17 ἁλιαής
-
18 ἀκρᾶής
ἀκρ-ᾶής, έος (ἄκρος, ἄϝημι): sharpblowing, of favorable winds. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκρᾶής
-
19 ἁλιᾶής
ἁλι-ᾶής, έος (ἅλς, ἄημι): blowing on the sea, of favorable, off-shore winds, Od. 4.361†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁλιᾶής
-
20 δυςᾶής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δυςᾶής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άης — ο ο άγιος* ορθότ. γραφή άις … Dictionary of Greek
ἄης — ἄ̱ης , ἄημι va´ti imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄημι va´ti pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄημι va´ti imperf ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἄ̱ης , ἀάω hurt imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαής — εὐαής, ές (Α) 1. ευάερος, δροσερός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος 3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ αής,… … Dictionary of Greek
πολυαής — ές, Α αυτός που πνέει πολύ ή δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱής (< ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»), πρβλ. βαρυ αής, δυσ αής. Το μακρό ᾱ τού β συνθετικού πιθ. με έκταση λόγω συνθέσεως ή για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
υπεραής — ές, Α (για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. ἄος πνεῦμα), πρβλ. δυσ αής, εὐ αής] … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek
Agios Dometios — Infobox City official name = Agios Dhometios website = [http://www.agiosdhometios.org.cy http://www.agiosdhometios.org.cy] subdivision type = District subdivision name = Nicosia TotalArea sq mi = area total = leader title = Mayor leader name =… … Wikipedia
άι(ς) — ο ο άγιος*, ορθότ. γραφή αντί άης … Dictionary of Greek
αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] … Dictionary of Greek
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek