-
1 ἀκρ-ᾱής
ἀκρ-ᾱής, ές (ἄκρος, ἄημι), scharf wehend, Hom. dreimal, Od. 14, 253. 299 Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέι καλῷ, 2, 421 ἀκραῆ Ζέφυρον; – Hes. O. 594; – Cic. stellt ἀκραὲς aequinoctium dem perturbatum entgegen Att. X, 17; Ap. Rh. verb. es mit οὖρος; in Prosa nur Aristid.
-
2 ἀκρᾶής
ἀκρ-ᾶής, έος (ἄκρος, ἄϝημι): sharpblowing, of favorable winds. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκρᾶής
-
3 ακραης
См. также в других словарях:
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek