-
101 ἀστρ-ωπός
-
102 ἀστερ-ωπός
-
103 ὀφιο-πρός-ωπος
ὀφιο-πρός-ωπος, mit einem Schlangengesicht, Sp.
-
104 ἀντ-ωπός
ἀντ-ωπός (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, ϑάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάϑος εἰςάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 ( Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.
-
105 ἀντι-πρός-ωπος
ἀντι-πρός-ωπος ( πρόσωπον), mit entgegengekehrtem Angesicht, gerad entgegensehend, Xen. Hell. 6, 5, 28; Plut. plac. phil. 4, 1; φιλήματα Strat. 90 (XII, 251); vgl. Sosipat. 1 (V, 54); – ἀντιπροσώπως μάχεσϑαι Schol. Eur. Phoen. 1419.
-
106 ἀντι-μέτ-ωπος
ἀντι-μέτ-ωπος ( μέτωπον), mit entgegengekehrter Stirn, συνέῤῥαξέ τινι, vom Angriff in der Front, Xen. Hell. 4, 3, 19; Ages. 2, 12; Arr. An. 3, 15, 2.
-
107 ὀξυ-ωπός
ὀξυ-ωπός, = ὀξυωπής, Arist. H. A. 9, 39.
-
108 ἀμφι-πρός-ωπος
ἀμφι-πρός-ωπος, vorn u. hinten ein Angesicht habend, Empedocl. 214; Ianus bifrons, Plut. Num. 19; Ael. N. A. 6, 29.
-
109 ἀμφίς-ωπος
ἀμφίς-ωπος ( ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.
-
110 ἀγρι-ωπός
ἀγρι-ωπός, wild blickend, ὄμμα Γοργόνος Eur. Herc. F. 990; τέρας Bacch. 542; τὸ τοῠ προςώπου ἀγρ., der wilde Blick, Plut. Mar. 14.
-
111 ἀμβλυ-ωπός
ἀμβλυ-ωπός, = -ωπής, ἀμβλυωπότερον γίγνεσϑαι τὰς ὄψεις Ath. X, 435 d.
-
112 ἀμβλ-ωπός
-
113 ἀνθηρο-πρός-ωπος
ἀνθηρο-πρός-ωπος, mit blühendem Gesichte, Sp.
-
114 ἀλφο-πρός-ωπος
ἀλφο-πρός-ωπος, mit weißem Gesichte, Hippiatr.
-
115 ἀλα-ωπός
-
116 ἀῤῥεν-ωπός
ἀῤῥεν-ωπός ( fem. - ωπή Luc. Fugit. 27), von männlichem Aussehen, mannhaft, γυνή Arist. Gen. anim. 2, 5; στολή Ael. N. A. 2, 11; τὸ ἀῤῥενωπόν, Männlichkeit, Plat. Legg. VII, 802 e u. Sp.
-
117 ὁμοιο-πρός-ωπος
ὁμοιο-πρός-ωπος, von ähnlichem Gesicht. Bei den Gramm. = in derselben Person.
-
118 ἐρυθρο-πρός-ωπος
ἐρυθρο-πρός-ωπος, mit rothem Angesicht, Suid. v. ἅρματος.
-
119 ἐμ-πρός-ωπος
ἐμ-πρός-ωπος, im Angesichte, vor Augen, τινί, Phalar. ep. 13.
-
120 ἐγχελυ-ωπός
ἐγχελυ-ωπός, mit Aalaugen, Luc. V. H. 1, 35.
См. также в других словарях:
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ὠπός — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠπός — ὤψ eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπος — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] … Dictionary of Greek
αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek
πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] … Dictionary of Greek