-
1 ἀντ-ωπός
ἀντ-ωπός (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, ϑάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάϑος εἰςάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 ( Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.
-
2 ἀντωπός
A with the eyes front, facing,ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA 564
;ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196
(Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face,βέλος APl.4.134
(Mel.); of an eagle,ἀ. ἁλίω Ecphant.
ap. Stob.4.7.64.2 like, Opp.H.5.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντωπός
-
3 ἀντωπός
ἀντ-ωπός, mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend; übh. entgegen -
4 αντωπος
2обращенный прямо впередἐν ἀντωποῖς βλεφάροισί τινος ἔρωτα δοῦναι Eur. — внушить кому-л. любовь;
τὰ ἀντωπά Luc. — передняя часть;ἀ. βλέψαι Anth. — глядеть в упор
См. также в других словарях:
κατωπός — όν (Μ) αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * ωπός (< θ. ωπ τού ὄπ ωπ α), πρβλ. αντ ωπός, εισ ωπός] … Dictionary of Greek
αντωπός — ἀντωπός, όν (Α) 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον 2. όμοιος 3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» το μπροστινό μέρος του προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπός < ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek
πρασινωπός — ή, ό, Ν αυτός που έχει όψη ή απόχρωση προς το πράσινο, πρασινούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινος + ωπός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1794 στον Αντ. Κορωνιό] … Dictionary of Greek