-
21 σκυθρ-ωπός
σκυθρ-ωπός, zornig, unwillig, mürrisch, traurig von Ansehen od. Miene; πρὸς μὲν οἰκέτας ϑέτο σκυϑρωπὸν ἐντὸς ὀμμάτων γέλων κεύϑουσα, Aesch. Ch. 727; Eur. Hipp. 1152 Med. 271; σκυϑρωποὺς ὀμμάτων ἕξω κόρας, Or. 1319, vgl. Phoen. 1343; Ar. Lys. 707; σκυϑρωπὸν καὶ λυπούμενον, Plat. Conv. 206 d; Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἐπὶ τοῖς ἀγαϑοῖς φαιδροί, ἐπὶ δὲ τοῖς κακοῖς σκυϑρωποί, Mem. 3, 10, 4; auch adv., σκυϑρωπῶς ἔχειν, 2, 7, 1; dem σύννους gegenüberstehend, Isocr. 1, 15; βουλή, vom Areopag, Aesch. 3, 20; Dem. u. Folgde; σκυϑρωπότατον τοῦ ϑανάτου, Plut. non posse 10. Auch dreier Endgn, Lob. Phryn. 105. – Von der Farbe, dunkel, trübe, Ggstz von λαμπρός, Jac. Philostr. imagg. p. 378, lect. Stob. p. 53.
-
22 σκληρο-πρός-ωπος
σκληρο-πρός-ωπος, mit hartem Gesichte, Sp.
-
23 σκολι-ωπός
σκολι-ωπός, krumm, schief blickend, schielend, Maneth. 4, 78.
-
24 σοβαρο-πρός-ωπος
σοβαρο-πρός-ωπος, mit stolzem, vornehmem Gesichte, Sp.
-
25 σῑμο-πρός-ωπος
σῑμο-πρός-ωπος, mit stumpfnasigem Angesicht, Plat. Phaedr. 253 e.
-
26 τρι-πρός-ωπος
τρι-πρός-ωπος, 1) mit drei Angesichtern, Ἑκάτη, Ath. VI, 325 d. – 2) von drei Personen, Sp.
-
27 τραγο-πρός-ωπος
τραγο-πρός-ωπος, mit einem Bocksgesicht, Sp.
-
28 ταυρ-ωπός
-
29 ταυρο-πρός-ωπος
ταυρο-πρός-ωπος, mit Stierangesicht, Schol. Ap. Rh. 2, 168.
-
30 τερατ-ωπός
τερατ-ωπός, mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.
-
31 τετρα-πρός-ωπος
τετρα-πρός-ωπος, mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.
-
32 τετρα-γωνο-πρός-ωπος
τετρα-γωνο-πρός-ωπος, mit viereckigem, breitem, glattem Gesicht, wie die Fischottern, Her. 4, 109.
-
33 τηλ-ωπός
τηλ-ωπός, 1) weit od. fern blickend, in die Ferne sehend. – 2) Pass. von weitem, von fern gesehen, weit zu sehen, weit; τὰ νῠν τηλωπὸς οίχνεῖ, Soph. Ai. 561. Auch auf andere Sinne übertr., ἰωά, von
-
34 φιλ-ευ-πρός-ωπος
φιλ-ευ-πρός-ωπος, schöne Gesichter liebend, selbst gern ein schönes Gesicht habend, Sp.
-
35 φαιδρ-ωπός
φαιδρ-ωπός, mit klarem, heiterm Gesicht, Aesch. Ag. 707; ὄμμα φ. Eur. Gr. 892.
-
36 φοβερ-ωπός
φοβερ-ωπός, = Folgdm, Orph. tr. 8, 8.
-
37 φλογ-ωπός
-
38 χρῡσ-ωπός
χρῡσ-ωπός, 1) mit goldenen Augen, goldenem Gesicht, goldfarbig; ἀελίου χρυσωπὸν ἕδραν Eur. El. 740; Plut. Sull. 6. – 2) ein Fisch, sonst χρύσοφρυς, Plut. sol. anim. 26.
-
39 χαλκο-πρός-ωπος
χαλκο-πρός-ωπος, mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.
-
40 μυσαρ-ωπός
μυσαρ-ωπός, schmutziges Antlitzes, Maneth. 4, 316.
См. также в других словарях:
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… … Dictionary of Greek
Ὠπός — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠπός — ὤψ eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπος — Ὦψ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκύκλωψ — ωπος, ὁ, Μ αυτός που είναι και ο ίδιος Κύκλωπας ή σύντροφος Κύκλωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + Κύκλωψ, ωπος] … Dictionary of Greek
αμέτρωψ — ( ωπος), ο, η αυτός, τού οποίου η όραση δεν είναι φυσιολογική … Dictionary of Greek
αμβλύωψ — ( ωπος), ο, η βλ. αμβλύωπας … Dictionary of Greek
πάνωψ — ωπος, ὁ Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. εύ ωψ] … Dictionary of Greek