Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐ-τράπελος

См. также в других словарях:

  • τραπελός — ή, όν, Α αυτός που εύκολα στρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που απαντά μόνο ως β συνθετικό (πρβλ. δυσ τράπελος, εὐ τράπελος) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ τής ρίζας του τρέπω*] …   Dictionary of Greek

  • παλιντράπελος — παλιντράπελος, ον (Α) αντίθετος, ενάντιος. επίρρ... παλιντραπέλως (Α) με παλινωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ τού ρ. τρέπω + επίθημα λο (βλ. λ. ευ τράπελος)] …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»