-
1 δυστράπελος
2 of persons, intractable, stubborn, S.Aj. 914 (lyr.), Arist.EE 1234a5. Adv. - λως awkwardly, clumsily, X.Oec.8.16; with difficulty, Gal.14.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστράπελος
-
2 παλιντράπελος
A = παλίντροπος 11.2, Pi.O. 2.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιντράπελος
-
3 φιλευτράπελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλευτράπελος
См. также в других словарях:
τραπελός — ή, όν, Α αυτός που εύκολα στρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που απαντά μόνο ως β συνθετικό (πρβλ. δυσ τράπελος, εὐ τράπελος) και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τραπ τής ρίζας του τρέπω*] … Dictionary of Greek
παλιντράπελος — παλιντράπελος, ον (Α) αντίθετος, ενάντιος. επίρρ... παλιντραπέλως (Α) με παλινωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ τού ρ. τρέπω + επίθημα λο (βλ. λ. ευ τράπελος)] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek