Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὔτρεπτος

См. также в других словарях:

  • εύτρεπτος — εὔτρεπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που αλλοιώνεται εύκολα 2. (για νόσους) ήπιος, μαλακός 3. (για δέρμα) ευαίσθητος 4. εύκολος, πρόθυμος για κάτι 5. ασταθής, εύστροφος, ευμετάβολος. επίρρ... εὐτρέπτως (Α) ευτρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • εὔτρεπτος — easily changing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπτότατον — εὔτρεπτος easily changing masc acc superl sg εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρέπτως — εὔτρεπτος easily changing adverbial εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔτρεπτον — εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc sg εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρέπτους — εὔτρεπτος easily changing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρέπτων — εὔτρεπτος easily changing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔτρεπτα — εὔτρεπτος easily changing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευτρεψία — εὐτρεψία, ἡ (Α) [εύτρεπτος] το ευμετάβολο …   Dictionary of Greek

  • ԴԻՒՐԱՓՈԽ — (ի, ից.) NBH 1 0635 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ԴԻՒՐԱՓՈԽ ԴԻՒՐԱՓՈԽԵԼԻ ԴԻՒՐԱՓՈՓՈԽ. εὕτρεπτος, εὑμετάβλητος, παλέμβολος facile mutabiis, inconstans, versabilis Որ ոք կամ որ ինչ դիւրաւ փոխի, փոփոխի. յողդողդ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»