Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐ-σεβής

См. также в других словарях:

  • σέβῃς — σέβω pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …   Dictionary of Greek

  • θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λαοσεβής — λαοσεβής, ές (Α) αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαός («ἥρως δ ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ σεβής, θεο σεβής] …   Dictionary of Greek

  • ορθοσεβής — ὀρθοσεβής, ές (Μ) αυτός που αποδίδει τον ορθό, τον πρέποντα σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σεβής (< σέβας), πρβλ. θεο σεβής] …   Dictionary of Greek

  • πανσεβής — ες, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] …   Dictionary of Greek

  • πολυσεβής — ές, Μ αυτός που εκφράζει τον σεβασμό του σε μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοσεβής — ές, Μ φιλευσεβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. λαο σεβής] …   Dictionary of Greek

  • χριστοσεβής — ές, Α εκκλ. αυτός που σέβεται τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. θεο σεβής] …   Dictionary of Greek

  • АНТИОХ —    • Antiochus,          Άντίοχος,        1. полководец Филиппа Македонского, отец Селевка Сирийского. Justin. 13, 4, 17. 15, 4, 3;        2. А. I, по прозванию Σωτήρ (этот титул он принял после поражения галлов), сын Селевка Никатора, царя… …   Реальный словарь классических древностей

  • αλλοσεβής — ἀλλοσεβής, ές (Μ) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀλλο * + σεβὴς < σέβας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»