-
1 παν-σεβής
παν-σεβής, ές, = Vorigem, Sp.
-
2 παν-α-σεβής
παν-α-σεβής, ές, ganz gottlos (?).
-
3 παν-ευ-σεβής
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm, Sp.
-
4 φιλ-ευ-σεβής
φιλ-ευ-σεβής, ές, Frömmigkeit liebend, fromm, Sp.
-
5 εὐ-σεβής
εὐ-σεβής, ές, wer seine Pflichten gegen Gott, die Eltern, Vorgesetzten u. übh. ehrwürdige Personen erfüllt, der pflichtmäßig handelt, fromm, gottesfürchtig, bes. von Menschen, auch von Sachen, Theogn. 1142; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. Ol. 3, 43; εὐσεβέστατος I. 2, 43; oft bei Tragg., πρός τινα, Aesch. Suppl. 335, wie εἴς τινα, Eur. El. 253; καὶ ταῠτα μοὐστὶν εὐσεβῆ ϑεῶν πάρα Aesch. Ch. 120; auch λόγος, Suppl. 919; τρόπος, Ar. Ran. 457; τό γ' εὐσεβὲς μόνοις παρ' ὑμῖν εἷρον Soph. O. C. 1127, d. i. Frömmigkeit, wie Eur. Tr. 42; vgl. οὔτε τὸ ὑμέτερον εὐσεβὲς παρείς Antiph. 3, 96; Plat. δίκαιος ἀνὴρ καὶ εὐσεβὴς καὶ ἀγαϑὸς πάντως Phil. 39 e, öfter, obwohl das Wort in Prosa verhältnißmäßig seltener erscheint. – Adv. εὐσεβέως, Pind. Ol. 6, 79; att. εὐσεβῶς, z. B. τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ ὁρᾶν εὐσ. ἔχει Soph. O. R. 1431, es ist fromme Pflicht für sie; Dem. 19, 212 ὥστε μηδενὶ ὑμῶν εὐσεβῶς ἔχει ἀποψηφίσασϑαι αὐτοῦ, so daß Keiner von euch fromm seine Pflicht thut, wenn er ihn losspricht; εὔχομαι Plat. Legg. VII, 821 d; Sp.
-
6 δυς-σεβής
-
7 θεο-σεβής
-
8 λᾱο-σεβής
-
9 ἀ-σεβής
-
10 ἀσεβής
ἀ-σεβής, die Götter nicht ehrend, gottlos, frevelhaft -
11 δυςσεβής
δυς-σεβής, ές, gottlos, von Menschen und Sachen -
12 εὐσεβής
εὐ-σεβής, ές, wer seine Pflichten gegen Gott, die Eltern, Vorgesetzten u. übh. ehrwürdige Personen erfüllt, der pflichtmäßig handelt, fromm, gottesfürchtig; τό γ' εὐσεβὲς μόνοις παρ' ὑμῖν εἷρον, Frömmigkeit. Adv. εὐσεβέως; τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ ὁρᾶν εὐσ. ἔχει, es ist fromme Pflicht für sie; ὥστε μηδενὶ ὑμῶν εὐσεβῶς ἔχει ἀποψηφίσασϑαι αὐτοῦ, so daß keiner von euch fromm seine Pflicht tut, wenn er ihn losspricht -
13 θεοσεβής
θεο-σεβής, ές, Gott verehrend, gottesfürchtig -
14 λᾱοσεβής
-
15 πανασεβής
παν-α-σεβής, ές, ganz gottlos -
16 πανευσεβής
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm -
17 πανσέβαστος,
παν-σέβαστος, u. παν-σεβής, ές, ganz ehrwürdig -
18 πανσεβής
παν-σέβαστος, u. παν-σεβής, ές, ganz ehrwürdig -
19 φιλευσεβής
φιλ-ευ-σεβής, ές, Frömmigkeit liebend, fromm
См. также в других словарях:
σέβῃς — σέβω pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
θεοσεβής — ές (AM θεοσεβής, ές) 1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές η ευσέβεια νεοελλ. (υπερθ.) θεοσεβέστατος τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών. επίρρ... θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς) κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαοσεβής — λαοσεβής, ές (Α) αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαός («ἥρως δ ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ σεβής, θεο σεβής] … Dictionary of Greek
ορθοσεβής — ὀρθοσεβής, ές (Μ) αυτός που αποδίδει τον ορθό, τον πρέποντα σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σεβής (< σέβας), πρβλ. θεο σεβής] … Dictionary of Greek
πανσεβής — ες, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] … Dictionary of Greek
πολυσεβής — ές, Μ αυτός που εκφράζει τον σεβασμό του σε μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] … Dictionary of Greek
φιλοσεβής — ές, Μ φιλευσεβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. λαο σεβής] … Dictionary of Greek
χριστοσεβής — ές, Α εκκλ. αυτός που σέβεται τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. θεο σεβής] … Dictionary of Greek
АНТИОХ — • Antiochus, Άντίοχος, 1. полководец Филиппа Македонского, отец Селевка Сирийского. Justin. 13, 4, 17. 15, 4, 3; 2. А. I, по прозванию Σωτήρ (этот титул он принял после поражения галлов), сын Селевка Никатора, царя… … Реальный словарь классических древностей
αλλοσεβής — ἀλλοσεβής, ές (Μ) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀλλο * + σεβὴς < σέβας] … Dictionary of Greek