-
1 παν-σεβής
παν-σεβής, ές, = Vorigem, Sp.
-
2 παν-α-σεβής
παν-α-σεβής, ές, ganz gottlos (?).
-
3 παν-ευ-σεβής
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm, Sp.
-
4 πανσέβαστος,
παν-σέβαστος, u. παν-σεβής, ές, ganz ehrwürdig -
5 πανσεβής
παν-σέβαστος, u. παν-σεβής, ές, ganz ehrwürdig -
6 πανασεβής
παν-α-σεβής, ές, ganz gottlos -
7 πανευσεβής
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm
См. также в других словарях:
πανσεβής — ες, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] … Dictionary of Greek