Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐ-πρᾱγία

См. также в других словарях:

  • θεοπραγία — και θεοπραξία, ή (Μ) θεία ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πραγία ( πραγής < πράσσω < *πραγ jω), πρβλ. δικαιο πραγία, δυσ πραγία] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοπραγία — ἰδιοπραγία, ἡ (Α) 1. η ασχολία με προσωπικά πράγματα 2. η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων 3. η ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πραγία (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. α πραγία, δυσ πραγία] …   Dictionary of Greek

  • καινοπραγία — καινοπραγία, ἡ (Α) νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραγία (< πραγής < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγα), πρβλ. αδικο πραγία, βιαιο πραγία] …   Dictionary of Greek

  • ευπραγία — η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη) νεοελλ. η οικονομική ευεξία, η ευημερία μσν. η καλή, η ήρεμη κατάσταση αρχ. 1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι επιτυχία, ευτυχής έκβαση 2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά 3. καλή πράξη, καλό έργο …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] …   Dictionary of Greek

  • αθεσμοπραγία — ἀθεσμοπραγία, η (Μ) αθέμιτη, παράνομη πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + πραγία < πράττω] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοπραγία — ἀλλοτριοπραγία, η (Α) η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πραγία < πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ] …   Dictionary of Greek

  • αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραγία — η (AM δικαιοπραγία) το να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + πραγία < πράγμα (πράσσω / πράττω) πρβλ. απραγία, δυσπραγία] …   Dictionary of Greek

  • εννομοπραγία — ἐννομοπραγία, η (Μ) νόμιμος τρόπος ενέργειας, νόμιμη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + πραγία < θ. πραγ , πέπραγα, παρακμ. τού πράττω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»