-
1 καινοποιΐα
καινο-ποιΐα, ἡ, Neuerung, Änderung -
2 καινο-πρᾱγία
καινο-πρᾱγία, ἡ, = καινοποιΐα, Sp.
См. также в других словарях:
καινοποιία — καινοποιία, ἡ (Α) [καινοποιώ] πλήρης αλλαγή, μεταβολή, νεωτερισμός … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek