Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰδιο-πρᾱγία

См. также в других словарях:

  • ιδιοπραγία — ἰδιοπραγία, ἡ (Α) 1. η ασχολία με προσωπικά πράγματα 2. η επιδίωξη ατομικών συμφερόντων 3. η ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πραγία (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. α πραγία, δυσ πραγία] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοπραγώ — έω, Μ κάνω το ίδιο πράγμα ή τα ίδια πράγματα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) + πραγῶ (< πραγία < θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ πραγ α), πρβλ. ματαιο πραγῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»