-
1 προς-ήγορος
προς-ήγορος, 1) anredend, begrüßend, Παλλάδος ϑεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προςήγορος, Soph. Ant. 1170, Schol. δι' εὐχῶν προςαγορεύουσα, wie Hesych. erkl. προςκυνητής; bei Aesch. Prom. 834 sind προςήγοροι δρύες die Eichen Dodona's, welche Orakel geben. – 2) pass., angeredet, begrüßt, τῷ προςήγορος; Soph. Phil. 1337, Schol. τίς με προςαγορεύσει; vgl. O. R. 1338; dah. übh. Jemandem willkommen, befreundet, φίλους τε καὶ προςηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσϑαι, Plat. Theaet. 146 a; übereinstimmend, Rep. VIII, 546 b; καὶ γνώριμοι, Sp., wie Plut. Cic. 40.
-
2 φιλο-προς-ήγορος
φιλο-προς-ήγορος, gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.
-
3 εὐ-προς-ήγορος
εὐ-προς-ήγορος, gut, leicht anzureden, umgänglich, freundlich; στόμα Eur. Suppl. 893; φρήν Alc. 791, vgl. Valck. Hipp. 94; λόγῳ Isocr. 1, 20; Sp., wie Plut.; auch adv., ἅπασι εὐπροςηγόρως προςενεχϑῆναι καὶ ὁμιλῆσαι D. Hal. rhet. 5, 4.
-
4 δυς-προς-ήγορος
δυς-προς-ήγορος, schwer anzureden, unfreundlich; καὶ δυςπρόςοδος D. Sic. 34, 4; Poll. 1, 42.
-
5 μῑσο-προς-ήγορος
μῑσο-προς-ήγορος, = ἀπροςήγορος, Poll. 5, 138.
-
6 ἀ-προς-ήγορος
ἀ-προς-ήγορος, 1) den man nicht anreden kann, unfreundlich, unerbittlich, grausam (nach B. A. 440 ὃν οὐχ οἷόν τε προςαγορεῠσαι διὰ τρόπου τραχύτητα), στόμα πατρός Soph. O. C. 1279; so heißt der Nemeische Löwe, Tr. 1083. – 2) nicht anredend, nicht grüßend, Plut. Symp. 5, 5, 2.
-
7 προςήγορος
προς-ήγορος, (1) anredend, begrüßend; προςήγοροι δρύες die Eichen Dodonas, welche Orakel geben; (2) pass., angeredet, begrüßt; dah. übh. jemandem willkommen, befreundet; übereinstimmend -
8 ἀπροςήγορος
ἀ-προς-ήγορος, (1) den man nicht anreden kann, unfreundlich, unerbittlich, grausam. (2) nicht anredend, nicht grüßend -
9 δυςπροςήγορος
δυς-προς-ήγορος, schwer anzureden, unfreundlich -
10 εὐπροςήγορος
εὐ-προς-ήγορος, gut, leicht anzureden, umgänglich, freundlich -
11 φιλοπροςήγορος
φιλο-προς-ήγορος, gern mit den Leuten sprechend, leutselig -
12 κατηγορος
ὅ, ἥ1) обличительτῶν φρονημάτων ἥ γλῶσσα ἀληθές γίγνεται κ. Aesch. — язык правдиво раскрывает мысли;
σαφές ψυχῆς κ. κακῆς Xen. — верный признак порочного характера2) обвинитель(ἀπολογήσασθαι πρὸς τὰ κατηγορημένα καὴ τοὺς κατηγόρους Plat.; οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἔφερον NT.)
-
13 προσηγορος
21) обращающийся с речьюΠαλλάδος εὐγμάτων π. Soph. — возносящий моления Палладе;
θνητῶν μηδενὸς π. Soph. — не слышащий голоса человеческого;τῷ π. ; Soph. — с кем посмею заговорить?2) общительный, обходительный3) ( о словах) общеупотребительный(τὰ γνώριμα καὴ προσήγορα, sc. ὀνόματα Plut.)
4) соответствующий, согласующийсяπροσήγορα καὴ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. — взаимно согласующиеся и соразмерные элементы;
συμπόσιον μηκέτι προσήγορον ἑαυτῷ Plut. — пир, не подходящий (т.е. слишком многолюдный) для всеобщей беседы5) именуемый, называемый(πόλις Μυσῶν Μυσία π. Soph.)
См. также в других словарях:
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek