-
1 προσηγορος
21) обращающийся с речьюΠαλλάδος εὐγμάτων π. Soph. — возносящий моления Палладе;
θνητῶν μηδενὸς π. Soph. — не слышащий голоса человеческого;τῷ π. ; Soph. — с кем посмею заговорить?2) общительный, обходительный3) ( о словах) общеупотребительный(τὰ γνώριμα καὴ προσήγορα, sc. ὀνόματα Plut.)
4) соответствующий, согласующийсяπροσήγορα καὴ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα Plat. — взаимно согласующиеся и соразмерные элементы;
συμπόσιον μηκέτι προσήγορον ἑαυτῷ Plut. — пир, не подходящий (т.е. слишком многолюдный) для всеобщей беседы5) именуемый, называемый(πόλις Μυσῶν Μυσία π. Soph.)
См. также в других словарях:
ισοπροσήγορος — ἰσοπροσήγορος, ον (Α) σταθερός στη συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + προσ ήγορος πρβλ. μισο προσ ήγορος, (φιλο προσ ήγορος)] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek