-
1 δυσθαλπης
-
2 δυσθαλπής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσθαλπής
-
3 δυσθαλπέα
δυσθαλπήςhardtowarm: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)δυσθαλπήςhardtowarm: masc /fem acc sg (epic ionic) -
4 δυσθαλπέος
δυσθαλπήςhardtowarm: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
δυσθαλπής — δυσθαλπής, ές (Α) 1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός 2. ο υπερβολικά θερμός … Dictionary of Greek
δυσθαλπέα — δυσθαλπής hardtowarm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθαλπής hardtowarm masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθαλπέος — δυσθαλπής hardtowarm masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… … Dictionary of Greek