Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δυσθαλπής

См. также в других словарях:

  • δυσθαλπής — δυσθαλπής, ές (Α) 1. αυτός που δύσκολα θερμαίνει, ο παγερός 2. ο υπερβολικά θερμός …   Dictionary of Greek

  • δυσθαλπέα — δυσθαλπής hardtowarm neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσθαλπής hardtowarm masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθαλπέος — δυσθαλπής hardtowarm masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»