Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πῠρῐ-θαλπής

См. также в других словарях:

  • ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»