-
1 ἀλλακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλακτός
-
2 παρ-άλλακτος
παρ-άλλακτος, verändert, veränderlich, Plut.
-
3 εὐ-συν-άλλακτος
εὐ-συν-άλλακτος, umgänglich, πρὸς ἀκρόασιν Plut. de audit. 70, a. Sp. – Adv., LXX.
-
4 εὐ-απ-άλλακτος
εὐ-απ-άλλακτος, wovon man sich leicht losmachen kann, leicht zu verlaufen, Xen. Equ. 3, 1 u. sp.
-
5 εὐ-κατ-άλλακτος
εὐ-κατ-άλλακτος, leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
-
6 εὐ-δι-άλλακτος
εὐ-δι-άλλακτος, leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
-
7 δυς-απ-άλλακτος
δυς-απ-άλλακτος, wovon man sich schwer losmachen kann, hartnäckig; ὀδύναι Soph. Tr. 955, Schol. δυςίατοι; ἀφ' ἑκάστου λόγου Plat. Theaet. 195 c; im compar., Tim. 85 b; δυςαπαλλάκτου προςτάγματος Isocr. 10, 28; τῶν ἐμβρύων δ. γίγνονται Arist. de anim. 7, 10, sie können schwer entbunden werden; – Sp.
-
8 δυς-κατ-άλλακτος
δυς-κατ-άλλακτος, schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.
-
9 δυς-δι-άλλακτος
δυς-δι-άλλακτος, schwer zu versöhnen, VLL.
-
10 ἀ-παρ-άλλακτος
ἀ-παρ-άλλακτος, 1) unverändert, unveränderlich, Plut. Tib. Gr. 3; adv., Ath. I, 26 a. – 2) nicht verschieden, ganz ähnlich, τινί D. Sic. 2, 10.
-
11 ἀ-συν-άλλακτος
ἀ-συν-άλλακτος, ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. βίος, ὁμιλία, 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.
-
12 ἀν-απ-άλλακτος
ἀν-απ-άλλακτος, nicht fortzuschaffen, ῥύπος, Synes.
-
13 ἀν-επ-άλλακτος
ἀν-επ-άλλακτος, nicht abwechselnd, ζῷα Arist. H. A. 2, 1, Thiere ohne Zahnlücken, wo die Zähne beider Kiefern gerade auf einander treffen.
-
14 ἀ-μετ-άλλακτος
ἀ-μετ-άλλακτος, nicht zu vertauschen, Ios.
-
15 ἀν-εξ-άλλακτος
ἀν-εξ-άλλακτος, unveränderlich.
-
16 ἀ-δι-άλλακτος
ἀ-δι-άλλακτος, unversöhnlich, bes. ἐχϑρός, z. B. Dem. 24, 8; πόλεμος Plut. Syll. 25. – Adv., ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα Dion. Hal. 6, 56; Plut. oft.
-
17 ἀν-άλλακτος
ἀν-άλλακτος, unveränderlich, Orph.
-
18 ὰ-κατ-άλλακτος
ὰ-κατ-άλλακτος, unversöhnlich, ἐχϑρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.
-
19 αλλακτά
ἀλλακτόςequivalent: neut nom /voc /acc plἀλλακτά̱, ἀλλακτόςequivalent: fem nom /voc /acc dualἀλλακτά̱, ἀλλακτόςequivalent: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἀλλακτά
ἀλλακτόςequivalent: neut nom /voc /acc plἀλλακτά̱, ἀλλακτόςequivalent: fem nom /voc /acc dualἀλλακτά̱, ἀλλακτόςequivalent: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… … Dictionary of Greek
ἀλλακτά — ἀλλακτός equivalent neut nom/voc/acc pl ἀλλακτά̱ , ἀλλακτός equivalent fem nom/voc/acc dual ἀλλακτά̱ , ἀλλακτός equivalent fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτῶν — ἀλλακτός equivalent fem gen pl ἀλλακτός equivalent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτόν — ἀλλακτός equivalent masc acc sg ἀλλακτός equivalent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτῇ — ἀλλακτός equivalent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλαχτό — το και αλλαχτός, ή, ό βλ. αλλακτός … Dictionary of Greek
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ευαπάλλακτος — εὐαπάλλακτος, ον (Α) 1. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται ή ελευθερώνεται κάποιος εύκολα («τὸ πάθος γίνεται εὐαπαλλακτότερον», Αριστοτ.) 2. αυτός που διασκορπίζεται, που εξαφανίζεται εύκολα 3. ανεμπόδιστος, ελεύθερος 4. (για επιχείρημα) αυτός που… … Dictionary of Greek