-
1 παρ-άλλακτος
παρ-άλλακτος, verändert, veränderlich, Plut.
-
2 ἀ-παρ-άλλακτος
ἀ-παρ-άλλακτος, 1) unverändert, unveränderlich, Plut. Tib. Gr. 3; adv., Ath. I, 26 a. – 2) nicht verschieden, ganz ähnlich, τινί D. Sic. 2, 10.
-
3 παράλλακτος
παρ-άλλακτος, verändert, veränderlich -
4 ἀπαράλλακτος
ἀ-παρ-άλλακτος, (1)unverändert, unveränderlich. (2) nicht verschieden, ganz ähnlich
См. также в других словарях:
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek