-
1 εὐ-κατ-άλλακτος
εὐ-κατ-άλλακτος, leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
-
2 δυς-κατ-άλλακτος
δυς-κατ-άλλακτος, schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.
-
3 ὰ-κατ-άλλακτος
ὰ-κατ-άλλακτος, unversöhnlich, ἐχϑρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.
-
4 δυςκατάλλακτος
δυς-κατ-άλλακτος, schwer auszusöhnen od. zu begütigen -
5 εὐκατάλλακτος
См. также в других словарях:
ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek