Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐφρόνα

См. также в других словарях:

  • εὐφρόνα — εὐφρόνᾱ , εὐφρόνη the kindly time fem nom/voc/acc dual εὐφρόνᾱ , εὐφρόνη the kindly time fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔφρονα — Εὔφρων cheerful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl εὔφρων cheerful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύφρονα — εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl (epic) εὔφρων cheerful masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόνας — εὐφρόνᾱς , εὐφρόνη the kindly time fem acc pl εὐφρόνᾱς , εὐφρόνη the kindly time fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔφρον' — εὔφρονα , εὔφρων cheerful neut nom/voc/acc pl εὔφρονα , εὔφρων cheerful masc/fem acc sg εὔφρονι , εὔφρων cheerful dat sg εὔφρονε , εὔφρων cheerful nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεὐφρόνας — εὐφρόνᾱς , εὐφρόνη the kindly time fem acc pl εὐφρόνᾱς , εὐφρόνη the kindly time fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφρόναν — εὐφρόνᾱν , εὐφρόνη the kindly time fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔφρον' — Εὔφρονα , Εὔφρων cheerful masc acc sg Εὔφρονι , Εὔφρων cheerful masc dat sg Εὔφρονε , Εὔφρων cheerful masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

  • Δάμις — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Θηβαίος πρόγονος του φιλόσοφου Ηρακλείδη του Εύφρονα και αρχηγός των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στην Ηράκλεια του Πόντου. 2. Μεσσήνιος στρατηγός (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Είχε διεκδικήσει τη στρατηγία ως αντίπαλος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»