-
1 ευσυμβλητος
староатт. εὐξύμβλητος 2легко разгадываемый, нетрудный для истолкования(χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.)
-
2 εὐσύμβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσύμβλητος
-
3 εὐσύμβλητος
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu erraten, zu verstehen -
4 ευσύμβλητον
-
5 εὐσύμβλητον
-
6 εὐ-ξύμ-βλητος
εὐ-ξύμ-βλητος, -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
-
7 ευξύμβλητα
-
8 εὐξύμβλητα
-
9 ευξύμβλητος
-
10 εὐξύμβλητος
См. также в других словарях:
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
εὐσύμβλητον — εὐσύμβλητος masc/fem acc sg εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητα — εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος … Dictionary of Greek