Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐσύμβλητος

См. также в других словарях:

  • ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐσύμβλητον — εὐσύμβλητος masc/fem acc sg εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐξύμβλητα — εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»