-
1 εὐσύμβλητος
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu erraten, zu verstehen -
2 εὐ-ξύμ-βλητος
εὐ-ξύμ-βλητος, -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
См. также в других словарях:
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
εὐσύμβλητον — εὐσύμβλητος masc/fem acc sg εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητα — εὐσύμβλητος neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος … Dictionary of Greek