-
1 χρησμωδία
χρησμῳδίᾱ, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem nom /voc /acc dualχρησμῳδίᾱ, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χρησμῳδίαι, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem nom /voc plχρησμῳδίᾱͅ, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 χρησμωδια
ἥ изречение оракула, оракул, прорицание (преимущ. в стихотворной форме) Aesch., Plat., Plut. -
3 χρησμῳδία
Βλ. λ. χρησμωδία -
4 χρησμῳδίᾳ
Βλ. λ. χρησμωδία -
5 χρησμῳδία
χρησμῳδ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρησμῳδία
-
6 χρησμῳδία
χρησμ-ῳδία, ἡ, das Antworten, die Antwort des befragten Orakels, bes. in Versen -
7 χρησμωδίας
χρησμῳδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem acc plχρησμῳδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 χρησμῳδίας
χρησμῳδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem acc plχρησμῳδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 χρησμωδίαι
χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem nom /voc plχρησμῳδίᾱͅ, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 χρησμῳδίαι
χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem nom /voc plχρησμῳδίᾱͅ, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 χρησμωδίαν
-
12 χρησμῳδίαν
-
13 χρησμωιδίας
χρησμωιδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem acc plχρησμωιδίᾱς, χρησμῳδίαanswer of an oracle: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 εὐ-σύμ-βλητος
εὐ-σύμ-βλητος, leicht zu errathen, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7, 57.
-
15 ευσυμβλητος
староатт. εὐξύμβλητος 2легко разгадываемый, нетрудный для истолкования(χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.)
-
16 χρησμωδιών
-
17 χρησμῳδιῶν
-
18 χρησμωδίαις
-
19 χρησμῳδίαις
-
20 εὐσύμβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσύμβλητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χρησμῳδία — χρησμῳδίᾱ , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc/acc dual χρησμῳδίᾱ , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδίᾳ — χρησμῳδίαι , χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc pl χρησμῳδίᾱͅ , χρησμῳδία answer of an oracle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδία — ἡ, ΜΑ [χρησμῳδός] απάντηση μαντείου, χρησμός που δίνεται με μορφή τραγουδιού αρχ. θεϊκή ρήση … Dictionary of Greek
χρησμῳδίας — χρησμῳδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc pl χρησμῳδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδίαι — χρησμῳδία answer of an oracle fem nom/voc pl χρησμῳδίᾱͅ , χρησμῳδία answer of an oracle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδίαν — χρησμῳδίᾱν , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδιῶν — χρησμῳδία answer of an oracle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδίαις — χρησμῳδία answer of an oracle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωιδίας — χρησμωιδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem acc pl χρησμωιδίᾱς , χρησμῳδία answer of an oracle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
υμνωδία — η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ [υμνωδός] το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία νεοελλ. 1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων 2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο νεοελλ. μσν. εκκλησιαστικός ύμνος αρχ. 1. λυρικό ποίημα 2. προφητική ωδή, χρησμωδία … Dictionary of Greek