-
1 ευξύμβλητος
-
2 εὐξύμβλητος
-
3 εὐξύμβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐξύμβλητος
-
4 ευσυμβλητος
староатт. εὐξύμβλητος 2легко разгадываемый, нетрудный для истолкования(χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.)
-
5 εὐσύμβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσύμβλητος
См. также в других словарях:
ευξύμβλητος — εὐξύμβλητος, ον (Α) αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος … Dictionary of Greek
εὐξύμβλητος — εὐσύμβλητος masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek