Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐπραγίᾳ

См. также в других словарях:

  • εὐπραγία — εὐπρᾱγίᾱ , εὐπραγία welfare fem nom/voc/acc dual εὐπρᾱγίᾱ , εὐπραγία welfare fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπραγίᾳ — εὐπρᾱγίαι , εὐπραγία welfare fem nom/voc pl εὐπρᾱγίᾱͅ , εὐπραγία welfare fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπραγία — η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη) νεοελλ. η οικονομική ευεξία, η ευημερία μσν. η καλή, η ήρεμη κατάσταση αρχ. 1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι επιτυχία, ευτυχής έκβαση 2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά 3. καλή πράξη, καλό έργο …   Dictionary of Greek

  • εὐπραγίαι — εὐπρᾱγίαι , εὐπραγία welfare fem nom/voc pl εὐπρᾱγίᾱͅ , εὐπραγία welfare fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπραγίας — εὐπρᾱγίᾱς , εὐπραγία welfare fem acc pl εὐπρᾱγίᾱς , εὐπραγία welfare fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχροπραγία — αἰσχροπραγία, ον, η (Μ) η επαίσχυντη συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μτγν. αἰσχροπραγῶ με επίδραση ουσιαστικού όπως το εὐπραγία] …   Dictionary of Greek

  • ευπρηγίη — εὐπρηγίη, ἡ (Α) βλ. ευπραγία …   Dictionary of Greek

  • προαναλίσκω — Α [ἀναλίσκω] 1. ξοδεύω εκ τών προτέρων 2. μτφ. χάνω τη ζωή μου πριν από την ώρα μου («φειδώ... ἐγίγνετο ἐπ εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», Θουκ.) 3. παθ. προαναλίσκομαι (για το νερό) καταναλίσκομαι από πριν …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵԲԱԽՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 444 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. εὑτυχία, εὑτύχημα, εὑπραγία fortuna secunda, felicitas, prosperitas Ունելն զբարի կամ զյաջող բախտ. երջանկութիւն. յաջողութիւն. բարօրութիւն. ... *Հանդուրժել բարեբախտութեան եւ վատաբանութեան: Ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱՐԵԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 446 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c գ. εὑπραγία, εὑπραξία bona opera Գործելն զգործս բարիս, եւ գործք բարեաց. առաքինի քաղաքավարութիւն. առաքինութիւն. *Որ արարեր լտիւս ʼի զբօսանս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԱՐԵԽԱՌՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 447 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c գ. εὑκρασία bona temperies Բարւոք խառնուած՝ բնական չափակցութեամբ յի՛նչ եւ իցէ իրս. ... *Ըստ օդոյ եւ տարեւորականաց ժամանակաց բարեխառնութեան. Փիլ. իմաստն.: *Յայսպիսում բարեխառնութեան օդոց. Խոր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»