Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐξείνου

См. также в других словарях:

  • Εὐξείνου — Εὔξεινος kind to strangers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐξείνου — εὔξενος kind to strangers masc/fem/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μαιώτης — Μαιώτης, ιων. Μαιήτης, ὁ, θηλ. Μαιῶτις και ιων. τ. Μαιῆτις (Α) 1. στον πληθ. σκυθική φυλή που κατοικούσε στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου Πόντου 2. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα τών Σκυθών, στα βόρεια παράλια τού Εύξεινου …   Dictionary of Greek

  • πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Αβασγοί — Ένας από τους αρχαιότερους λαούς της καυκασιανής φυλής. Κατοικούν κατά μήκος της ανατολικής παραλίας του Εύξεινου Πόντου, στις δυτικές υπώρειες του Καυκάσου. Η γλώσσα τους είναι το πιο δύσκολο καυκασιανό ιδίωμα. ΟιΑ. ήλθαν πολύ νωρίς σε… …   Dictionary of Greek

  • Αθήναι — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, κοντά στη νότια όχθη της λίμνης Κωπαΐδας. Η πόλη κατακλύστηκε –άγνωστο πότε– από τα νερά της λίμνης, χωρίς να διασωθεί το παραμικρό ίχνος της. 2. Διάδες Α. Πόλη της Εύβοιας, που χτίστηκε από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»