Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐνέτις

См. также в других словарях:

  • εὐνέτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνέτι — εὐνέτις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνέτιδας — εὐνέτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνέτιδι — εὐνέτις fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνέτιδος — εὐνέτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνέτιν — εὐνέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»