-
1 συν-εύνιος
συν-εύνιος, = σύνευνος, VLL.
-
2 εὖνις
εὖνις (A), ὁ, ἡ, acc. εὖνιν, gen. εὔνιδος and εὔνιος Hdn.Gr.2.641, nom. pl. εὔνιδες and εὔνιες (v. infr.):—A reft of, bereaved of, c. gen.,ὅς μ' υἱῶν.. εὖνιν ἔθηκε Il.22.44
;ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε.. εὖνιν ποιήσας Od.9.524
; βραχίονες εὔνιδες ὤμων lacking.., Emp.57.2; εὔνιες ἀνδρείων ἀχέων free from.., Id.147.2;γένναν εὖνιν πατρός A.Ch. 247
, cf. 794 (lyr.);εὖνιν ἔθηκ' ἀρετῆς IG14.2100
: abs., bereaved of children,πολλὰς Περσίδων.. ἔκτισσαν εὔνιδας ἠδ' ἀνάνδρους A.Pers. 289
(lyr.).------------------------------------
См. также в других словарях:
εύνις — (I) εὖνις, ιδος και ιος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που τού λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ.… … Dictionary of Greek