Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνευνέτης

См. также в других словарях:

  • συνευνέτης — bed fellow masc nom sg συνευνετέω to be a consort imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευνέτης — ὁ, θηλ. συνευνέτις, ιδος, Α σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα έτης/ έτις (πρβλ. παρευν έτις)] …   Dictionary of Greek

  • ξυνευνέτης — συνευνέτης , συνευνέτης bed fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευνέτου — συνευνέτης bed fellow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευνέτῃ — συνευνέτης bed fellow masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνευνέτας — συνευνέτᾱς , συνευνέτης bed fellow masc acc pl συνευνέτᾱς , συνευνέτης bed fellow masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευνέτας — συνευνέτᾱς , συνευνέτης bed fellow masc acc pl συνευνέτᾱς , συνευνέτης bed fellow masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευνετώ — έω, Μ [συνευνέτης] συνευρίσκομαι …   Dictionary of Greek

  • ξυνευνετῶν — συνευνετῶν , συνευνέτης bed fellow masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνευνέτηι — συνευνέτῃ , συνευνέτης bed fellow masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνευνέτην — συνευνέτην , συνευνέτης bed fellow masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»