-
1 ευμενεία
-
2 εὐμενείᾳ
-
3 Ευμενεία
-
4 Εὐμενείᾳ
-
5 Ευμένεια
-
6 Εὐμένεια
-
7 ευμένεια
-
8 εὐμένεια
-
9 εὐμένεια
A goodwill, favour,ἡμῖν.. παρὰ τῶν θεῶν.. εὐ. εἴη Hdt.2.45
, cf. S.OC 631, E.Hel. 313, X.Ap.7, Pl. Smp. 197d, etc.; ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐ. the favour of the gods (v. πρός) Th.5.105;ἡ συναντωμένη τισὶν εὐ. παρὰ τοῦ δαιμονίον SIG601.14
(Teos, ii B.C.); ἐπ' εὐμενείᾳ to gain favour, Luc.Tox.1; σὺν εὐμενίᾳ kindly, Pi.l.c.II of smell, pleasantness, Thphr.CP6.14.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμένεια
-
10 εὐμένεια
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=12 Mc 6,29goodwill, favour -
11 ευμενείας
εὐμενείᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem acc plεὐμενείᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 εὐμενείας
εὐμενείᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem acc plεὐμενείᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ευμενία
εὐμενίᾱ, εὐμένειαgoodwill: fem nom /voc /acc dualεὐμενίᾱ, εὐμένειαgoodwill: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐμενίᾱͅ, εὐμένειαgoodwill: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 Ευμενείας
-
15 Εὐμενείας
-
16 ευμενείαι
-
17 εὐμενείαι
-
18 ευμενίας
εὐμενίᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem acc plεὐμενίᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 εὐμενίας
εὐμενίᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem acc plεὐμενίᾱς, εὐμένειαgoodwill: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 Ευμενείαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐμενείᾳ — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείᾳ — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμένεια — neut nom/voc/acc pl Εὐμένειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμένεια — goodwill fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… … Dictionary of Greek
ευμένεια — η εύνοια, συμπάθεια, ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐμενείας — εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενείαι — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείας — Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem acc pl Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμενείαι — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενείαις — εὐμένεια goodwill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)