Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐμένεια

См. также в других словарях:

  • εὐμενείᾳ — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμενείᾳ — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμένεια — neut nom/voc/acc pl Εὐμένειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμένεια — goodwill fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… …   Dictionary of Greek

  • ευμένεια — η εύνοια, συμπάθεια, ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐμενείας — εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενείαι — εὐμενείᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμενείας — Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem acc pl Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμενείαι — Εὐμενείᾱͅ , Εὐμένειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενείαις — εὐμένεια goodwill fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»