Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Εὐμενείας

См. также в других словарях:

  • Εὐμενείας — Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem acc pl Εὐμενείᾱς , Εὐμένειος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμενείας — εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενείᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благопребываньѥ — БЛАГОПРЕБЫВАНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Правильная, праведная жизнь: ˫Ако подобаѥть по словеси пасти словесны˫а овца х(с)вы. и оучениѥ оутѣшно. ѡ бл҃гопребываньи. и о прилежании. (εὐτόνως!) ФСт XIV, 133а; помогуть ему. блг(с)рдьемъ и бл҃гопребываньемь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Максим (Мастихис) — Епископ Максим Επίσκοπος Μάξιμος Епископ Евменийский, викарий Бельгийской митрополии c 11 декабря 1977 года …   Википедия

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ενηής — ἐνηής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… …   Dictionary of Greek

  • φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Βελγίου, Ιερά Μητρόπολη — Ιδρύθηκε το 1969 με ιδρυτικό πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Αναγνωρίστηκε από το βελγικό κράτος με σχετικό νόμο του 1985, ενώ στο βασιλικό διάταγμα της 15ης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»