-
1 ευκαιρίας
εὐκαιρίᾱς, εὐκαιρίαgood season: fem acc plεὐκαιρίᾱς, εὐκαιρίαgood season: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 εὐκαιρίας
εὐκαιρίᾱς, εὐκαιρίαgood season: fem acc plεὐκαιρίᾱς, εὐκαιρίαgood season: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ευκαιρία
η1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;
μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;
βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;
αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;
2) свободное время, досуг;§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;
με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;
αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;
με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;
με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;
επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом
-
4 εὐ-καιρία
εὐ-καιρία, ἡ, die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία, Plat. Phaedr. 272 a; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt, das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; Sp., κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν D. Hal. C. V. p. 181; – τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage, Pol. 29, 3. – Reichthum, Glück, κεκολακευκέναι τὴν Ἀγαϑοκλέους εὐκαιρίαν Pol. 15, 31, 7, öfter; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen, 1, 59, 7; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben, 31, 21, 3.
-
5 εὔ-στοχος
εὔ-στοχος, glücklich im Treffen, das Ziel gut treffend, ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ' ἔχουσιν εὔστοχον Eur. Herc. Für. 195; λόγχαις ἀκοντιστῆρες εὐστοχώτατοι Phoen. 140; πέτρος Hel. 76; sp. D., λίνα, ἄρκυς, sicher fangend, Archi. 8. 9 (VI, 179. 181 ); ἄγρη, glückliche Jagd, Opp. H. 3, 280; auch εὐχαί, Ep. ad. 463 (IX, 158); εὐστοχώτατον ἀκόντιον Xen. Equ. 12, 14; τὴν πρώτην πληγὴν εὔστοχον γίγνεσϑαι Pol. 6, 25, 9; τὴν τοξικήν Luc. navig. 33. – Uebertr., glücklich errathend, das Wahre treffend, scharfsinnig, ϑεῖόν τι καὶ εὔστοχον ἔνεστι καὶ τοῖς κακοῖς Plat. Legg. XII, 950 b; εὐστοχώτατος ἐν ταῖς ἀπαντήσεσι τῶν λόγων D. L. 6, 74; ἐπελϑεῖν εὔστοχος, ἀναχωρῆσαι καίριος, den rechten Zeitpunkt treffend, D. Cass. 77, 6. – Adv. εὐστόχως, z. B. βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 4, 8; eben so εὔστοχα τοξεύειν, Luc. Nigr. 36, vgl. 35, εὐστόχως ἐνεχϑείς; übertr., ἣν δὴ διάϑεσιν καὶ ϑεοῦ – εὐστόχως πάντες προςαγορεύομεν, das Richtige treffend, richtig, Plat. Legg. VII, 792 d, wie εἰπεῖν πρός τι, d. i. treffend, Plut. Phoc. 17; προκατειληφέναι τὰς εὐκαιρίας Pol. 2, 65, 11.
-
6 ευκαιρια
ἥ1) удобный случай, надлежащий момент, подходящее время2) благоприятное положение(τῶν πόλεων Polyb.)
3) благосостояние, богатство, довольство(κεκολακευκέναι εὐκαιρίαν τινός Polyb.)
κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας Polyb. — в зависимости от имущественного положения4) влияние, сила5) обилие(ὑδάτων Diod.)
-
7 ευστοχως
1) метко, без промаха(βάλλειν Xen.)
2) метко, остроумно(προσαγορεύειν Plat., κρῖναι Arst.)
3) во-время, кстати(τὰς εὐκαιρίας προκατειληφέναι Polyb.)
-
8 δράσσω
δράσσομαι (αόρ. εδραξα и εδραξάμην) μετ.1) схватывать, хватать; 2) пользоваться (чём-л.);δράσσω της ευκαιρίας να... — пользоваться случаем, чтобы...
-
9 επωφελούμαι
μετ., αμετ. пользоваться, воспользоваться, извлекать пользу;επωφελούμαι (εκ) της περιστάσεως ( — или της ευκαιρίας) — или επωφελούμαι την περίστασιν ( — или την ευκαιρία) — воспользоваться случаем
-
10 εὐκαιρία
εὐ-καιρία, ἡ, die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt: das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage. Reichtum, Glück; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben -
11 εὐκαιρία
εὐκαιρία, ας, ἡ (s. prec. and two next entries) favorable opportunity, the right moment (so since Pla., Phdr. 272a, also BGU 665 II, 4 [I A.D.] al.; TestJos 7:3 and s. Ps 144:15; 1 Macc 11:42) ζητεῖν εὐκαιρίαν watch for a favorable opportunity (Jos., Ant. 20, 76) w. ἵνα foll. Mt 26:16. Foll. by gen. of the inf. w. the art. (cp. BGU 46, 18 [193 A.D.] ἐὰν εὐκαιρίας τύχω τοῦ εὑρεῖν) Lk 22:6. S. B-D-F §400, 1; Mlt. 216–18; Mlt-H. 448–50.—M-M. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
εὐκαιρίας — εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem acc pl εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
καιροσκοπία — η η αναμονή κατάλληλης ευκαιρίας, η επιδίωξη και εκμετάλλευση ευκαιρίας η οποία είναι πιθανό να παρουσιαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιροσκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Odysseas Elytis — Born November 2, 1911(1911 11 02) Heraklion, Greece Died March 18, 1996(1996 03 18) (aged 84) Athens, Greece … Wikipedia
1982 in poetry — yearbox2 in?=in poetry in2?=in literature cp=19th century c=20th century cf=21st century yp1=1979 yp2=1980 yp3=1981 year=1982 ya1=1983 ya2=1984 ya3=1985 dp3=1950s dp2=1960s dp1=1970s d=1980s da=0 dn1=1990s dn2=2000s dn3=2010s|Events*Final edition … Wikipedia
Cypriot presidential election, 2008 — Cyprus This article is part of the series: Politics and government of Cyprus Constitution Cyprus dispute … Wikipedia
Odysseas Elytis — (griechisch Οδυσσέας Ελύτης, eigentlich Οδυσσέας Αλεπουδέλης Odysseas Alepoudelis; * 2. November 1911 in Iraklio auf Kreta; † 18. März … Deutsch Wikipedia