-
1 εὐέκφορος
εὐέκ-φορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέκφορος
-
2 ευέκφοροι
-
3 εὐέκφοροι
-
4 ἔκφορος
ἔκφορ-ος, ον,2 to be made known or divulged,εἰ δ' ἔ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295
;οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La. 201a
; cf.ἐκφορά 1.2
.4 ἔκφορα, τά, produce of the earth, Antipho Soph.60.II [voice] Act., carrying out:—in A.Eu. 910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, more ready to carry them out to burial (v.ἐκφορά 1
), but rather, more ready to weed them out, as a gardener does noxious plants ( ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).III as Subst., ἔκφοροι, οἱ, reefing-ropes,= τέρθριοι, Sch.Ar.Eq. 438, Phot. s.v. ἡνιόχους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκφορος
См. также в других словарях:
ευέκφορος — εὐέκφορος, ον (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό 2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ φορος (< εκ φέρω)] … Dictionary of Greek
εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία … Dictionary of Greek