Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὐέκφορος

См. также в других словарях:

  • ευέκφορος — εὐέκφορος, ον (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό 2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ φορος (< εκ φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»