-
1 εὐέκφορος
См. также в других словарях:
ευέκφορος — εὐέκφορος, ον (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό 2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ φορος (< εκ φέρω)] … Dictionary of Greek
εὐέκφοροι — εὐέκφορος bringing forth timely births masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκφορία — εὐεκφορία, ἡ (Α) [ευέκφορος] η ευκολία στην προφορά ή στην απαγγελία … Dictionary of Greek