-
121 σταιτήϊα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταιτήϊα
-
122 τρίειδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίειδος
-
123 φυή
A growth, stature, esp. fine growth, noble stature, in Hom., always (as in Hes.) of the human form, and only in acc.,θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητόν Il.22.370
;φυὴν ἐδάην καὶ μήδεα 3.208
; most freq. in adv. sense, Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ἐῴκει in shape and in stature and in size (or growth), 2.58, cf. Od.6.152;οὔ ἑθέν ἐστι χερείων, οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας Il.1.115
, cf. Od.5.212, 7.210; ;χρυσέῳ [γένει] οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα Hes.Op. 129
, cf. Sc.88, B.5.168; later, in gen.,οὔτε φυῆς ἐπιδευέες οὔτε νόοιο Theoc.22.160
; rare in Trag.,τὴν τάλαιναν εὔμορφον φ. A.Niob.
in PSI11.1208.8;φυὰν Γοργόνος ἴσχειν E.El. 461
(lyr.).2 after Hom., of animals, plants, or objects,ἐμβάλλων ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον Pi.P.4.235
;κάνθαρος.. Αἰτναῖος φυήν S.Ichn.300
; also τερπόμεναι ῥοδέῃ φ. of roses, Mosch.2.36; of beans, Luc.Vit.Auct. 6; of things, ἀνέβη ἡ φ. τοῖς τείχεσιν their original form was restored, LXXNe.4.7(1);ἐὰν κατὰ φυὰν διαφθαρῇ τις τῶν λίθων IG7.3073.40
(Lebad., ii B. C.).II poet. for φύσις, nature, genius,σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ Pi.O.2.86
;μάρνασθαι φυᾷ Id.N.1.25
, cf. I.7(6).22;φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει Id.P.8.44
;τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν Id.O. 9.100
;δεινὸς φυήν Cratin.221
.V μερόπων φυή the race of men, APl.4.183.7. -
124 ἀδιάφορος
ἀδιά-φορος, ον,A not different, Arist.Rh. 1373a33;τοῖς ὁμοίοις καὶ ἀ. Id.Cael. 310b5
; indistinguishable,ὅμοιον καὶ ἀ. Epicur.Nat.15
G.2 in Logic, ἀδιάφορα, τά, individual objects, as having no logical differentia,ἀ. ὧν ἀδιαίρετον τὸ εἶδος Arist. Metaph. 1016a18
;ἀ. εἴδει Top. 121b15
; κατὰ τὸ εἶδος ib. 103a11.II indifferent; in Stoic philosophy, τὰ ἀ. things neither good nor bad, Zeno Stoic. 1.47,48, cf. Cic.Fin.3.16.53, Epict.Ench.32, etc., cf. S.E.P.3.177 sq.: [comp] Sup., Phld.Rh.1.129 S. Adv. -ρως, ἔχειν to be indifferent, of the moral agent, Aristo Stoic.1.79.IV of persons, making no distinction,πρὸς πάντα ξένον καὶ δημότην Dicaearch.1.14
.2 steadfast, unwearying, Ant.Lib.41.2.V Math., negligible,πρός τι Procl.Hyp.4.61
; ἀ. πρὸς αἴσθησιν not differing sensibly, Aristarch.Sam.4. Adv., Hipparch.3.5.7.VI Adv. - ρως without discrimination, D.H.Dem. 56, S.E.P.3.225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάφορος
-
125 ἀλλάσσω
A : [tense] fut.- άξω Thgn.21
: [tense] aor. : [tense] pf. ἤλλᾰχα ([etym.] ἀπ-) X.Mem.3.13.6, ([etym.] δι-) Dionys. Com.2.10:—[voice] Med., [tense] fut.ἀλλάξομαι Luc. Tyr.7
, ([etym.] ἀντ-) E.Hel. 1088: [tense] aor. , Antipho 5.79, Th.8.82, etc.: [tense] pf. (in med. sense) ἤλλαγμαι ( ἐν-) S. Aj. 208:—[voice] Pass., [tense] fut. ἀλλαχθήσομαι Trag. and Com., ([etym.] ἀπ-) E.Med. 878, Ar.Av. 940; ἀλλαγήσομαι in early Prose, ([etym.] ἀπ-) Hdt.2.120, ([etym.] ἐξαπ-) Th.4.28: [tense] aor. ἠλλάχθην and ἠλλάγην, former more freq. in S. and E., latter in Prose: [tense] pf.ἤλλαγμαι Antiph. 176
, AP9.67, al.: [tense] plpf.ἤλλακτο Hdt.2.26
. (More common in compds., esp. in later Gk.): ([etym.] ἄλλος):—make other than it is, change, alter,τόπον Parm.8.41
;μορφήν Emp.137
; ;ἤλλαττε χρώματ' Men.Epit. 466
; ; .II ἀ. τί τινος give in exchange, barter one thing for another,τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν.. οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr. 967
;τι ἀντί τινος E.Alc. 661
:— [voice] Med.,τὴν παραντίκα ἐλπίδα.. οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο Th.8.82
.4 [voice] Med., ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι ἴχνος move one's position, Id.El. 103.III take one thing in exchange for another,κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος Thgn.21
; πόνῳ πόνον ἀ. to exchange one suffering with another (nisi leg. πόνου), Trag.Adesp.7.3; ἠλλαττόμεσθ' ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον should take in exchange, Philem.73: ἀ. θνητὸν εἶδος assume it, E.Ba.53, cf. 1331:—more freq. in [voice] Med., τί τινος one thing for another, , cf. Pl.Lg. 733b; τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι exchange them with them, Hdt.7.152: hence, buy,τι ἀντ' ἀργυρίου Pl.R. 371c
;διά τινος ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι Id.Lg. 915d
, 915e; τοῦ παντὸς ἀ. prize above all things, Ph.Bel.56.30.2 take a new position, i.e. go to a place,ἀ.Ἅιδα θαλάμους E.Hec. 483
;πόλιν ἐκ πόλεως Pl.Plt. 289e
.IV abs., have dealings, as buyer or seller, in [voice] Med., .2 alternate, Emp.17.6; σκῆπτρ' ἔειν ἐνιαυτὸν ἀλλάσσοντε to enjoy power in turn, E.Ph. 74, cf. Pl.Ti. 42c:—[voice] Pass., ἀρεταὶ.. ἀλλασσόμεναι in turns, Pi.N.11.38, cf. Arist.Pr. 940a15. [full] ϝ. [voice] Pass., to be reconciled, S.Fr. 997.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλάσσω
-
126 ἀριπρεπής
A very distin guished,ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές Od.8.176
;δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι.. ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Il.6.477
;ἵππον ἀ. προὔχοντα 23.453
;ἀ. βασιλῆες Od.8.390
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριπρεπής
-
127 ἑξάειδος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξάειδος
-
128 ἰδέα
A form,ἰδέᾳ καλός Pi.O.10(11).103
, cf. Theoc.29.6;τὴν ἰ. πάνυ καλός Pl.Prt. 315e
;τὴν ἰ. μοχθηρός And.1.100
, cf. Ar.Av. 1000;ἰδέην ὁρέων Hdt.1.80
; opp. χρῶμα, Id.4.109; opp. μέγεθος, Pl.Phd. 109b (pl.);ἡ ἰ. αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπή Ev.Matt.28.3
, etc.; of the elementary shapes,ἄτομοι ἰδέαι Democr.
ap.Plu.2.1111a codd., cf. Fr. 141 D.; of the four elements, Philistion ap.Anon.Lond.20.25.3 kind, sort,φύλλα τοιῆσδε ἰδέης Hdt.1.203
; φύσιν παρέχονται ἰδέης τοιήνδε [οἱ ποτάμιοι ἵπποι] Id.2.71; ἐφρόνεον διφασίας ἰ. they conceived two modes of acting, Id.6.100, cf. 119; τὰ ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰ. ἔχοντά σοι; what is their nature or fashion? E.Ba. 471; ἑτέραν ὕμνων ἰ. Ar.Ra. 384; καινὰς ἰ. εἰσφέρειν new forms of comedy, Id.Nu. 547; τίς ἰ. βουλεύματος; Id.Av. 993; πᾶσα ἰ. θανάτου every form of death, or death in every form, Th.3.81, cf. 83, 2.51;πολλαὶ ἰ. πολέμων Id.1.109
;ἡ ὑπάρχουσα ἰ. τῆς παρασκευῆς Id.4.55
; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες having tried every way, Id.2.19; τῇ αὐτῇ ἰ. Id.3.62, 6.76; οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰ. not in the same relations, Isoc.3.44: εἰς μίαν τινὰ ἰ. into one kind of existence, Pl.Tht. 184d;ἄλλη ἰ. πολιτείας Id.R. 544c
, etc.;ἀγοραίας.. ἰδέας τοῦ βίου Epicur.Fr. 196
.4 esp. in Rhet., etc., of literary form,ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν Isoc.2.48
, cf. 15.47,183; ἡ ἰαμβικὴ ἰ. Arist. Po. 1449b8, cf. 1450b34, Rh.Al. 1425a9, etc.; ἡ ἐν τῷ λέγειν ἰ. Phld. Rh.2.258 S.II in Logic,= εἶδος, class, kind: hence, principle of classification,ἔφησθα.. μιᾷ ἰδέᾳ τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια Pl.Euthphr.6d
, cf. Phdr. 265d. Sph. 253d, etc.2 pl. in Platonic Philosophy, ideal forms, archetypes,τὰς.. ἰ. νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὔ Id.R. 507b
, cf. 596b,al., Arist.Metaph. 990a34, al., EN 1096a17: also in sg., ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Pl.R. 508e, al., cf. εἶδος.3 notion, idea,προάγειν τὸν ἀποκρινόμενον ἐπὶ τὴν ἰ. ἀγνοουμένου πράγματος Nausiph.2
. (Written εἰδέα in later Greek, as PGen.16.17 (iii A.D.), v.l. in Ev.Matt.28.3.)
См. также в других словарях:
Είδος — (eidos) (греч.) см. Эйдос. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
εἶδος — that which is seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδος — το (AM εἶδος) 1. η εξωτερική όψη τών πραγμάτων, μορφή, σχήμα 2. στον πληθ. διάφορα αντικείμενα για ορισμένη χρήση το καθένα μσν. νεοελλ. 1. υλική ποιότητα («οὐκ ἐξὸν ἀπαριθμεῑν τὸ εἶδος τών πραγμάτων», Διγ.) 2. πράγμα μσν. στον πληθ. α)… … Dictionary of Greek
είδος — το γεν. ους, πληθ. η 1. η εξωτερική όψη των πραγμάτων, σχήμα, μορφή. 2. ποιότητα υλική ή ηθική: Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός; 3. στον πληθ., είδη, τα τα διάφορα αντικείμενα ορισμένης χρήσης ή προέλευσης: Στρατιωτικά είδη. 4. (λογ.), κάθε έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εἶδος — Théorie des formes Dans la série Articles sur Platon [remarque] Connaissance Théorie des formes Dialectique … Wikipédia en Français
εἰδός — οἶδα see perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βακτηριοχλωροφύλλη — Είδος χλωροφύλλης που εμφανίζουν τα φωτοσυνθέτοντα βακτήρια. Απαντώνται 4 είδη β., τα a, b, c, d. Τα ερυθροβακτήρια περιέχουν μόνο ένα είδος χλωροφύλλης που είναι –ανάλογα με το είδος του μικροοργανισμού– β. είτε a είτε d. Τα πράσινα βακτήρια… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Вид понятие в логике — (είδος, species, Art, espèce) в логике видом называется понятие, подчиненное более общему роду и занимающее (по объему и содержанию) среднее место между родовым и индивидуальными понятиями. В этом смысле вид не имеет постоянного содержания … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона